Nobody's funeral, for there is no one to bury.
I said to my soul, be still, and let the dark come upon you
Which shall be the darkness of God. As, in a theatre,
The lights are extinguished, for the scene to be changed
Τ.Σ. Έλλιοτ, 4 Κουαρτέτα
Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής (dark night of the soul) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δυτική λαϊκή κουλτούρα μέσα από την ομώνυμη σειρά ποιημάτων του Ισπανού Καθολικού μυστικιστή και ποιητή του 16ου αιώνα Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Τα ποιήματα αυτά αφηγούνταν το αναγκαστικό ταξίδι που πρέπει να διανύσει η ψυχή μέσα από τα πιο σκοτεινά της έγκατα, με σκοπό να φτάσει στη μυσταγωγική ένωση με το Θείο. «Η αντοχή στο σκοτάδι αποτελεί προετοιμασία για μια πολύ καλύτερη ζωή» έγραφε ο ποιητής, επισημαίνοντας την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τους πιο σκοτεινούς μας δαίμονες, για να μπορέσει να επιτευχθεί η ψυχική μας κάθαρση.
Το φαινόμενο της «σκοτεινής νύχτας της ψυχής» υποδηλώνει μια κατάσταση παρατεταμένης αδράνειας ή πνευματικής κατάθλιψης, όπου ο άνθρωπος, εξαιτίας μιας σειράς ατυχών συνθηκών, καλείται να απεκδυθεί τον εαυτό του, να αφήσει πίσω ολόκληρο το αξιακό του σύστημα και να παραδοθεί σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση θλίψης που θα πρέπει να υπομένει όσο καλείται να διαχειριστεί τα, μέχρι τότε ανεπούλωτα, ψυχικά του τραύματα. Εν ολίγοις, θα πρέπει να χάσει τον εαυτό του, για να ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι και ποιες είναι οι δυνατότητές του.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όχι μόνο οι Καθολικοί, αλλά και οι περισσότεροι Σούφι μυστικιστές του Ισλάμ περνούσαν αναπόφευκτα από αυτό το στάδιο της πνευματικής κρίσης και έπειτα κατέληγαν να ανακαλύπτουν νέους δρόμους και διδαχές, ασπαζόμενοι τον Σουφισμό.
Στη σημερινή εποχή, η «σκοτεινή νύχτα της ψυχής» έχει λάβει μεγάλη αναγνώριση από την πνευματική κοινότητα (spiritual community), καθώς ύστερα από παρόμοιες κρίσεις ταυτότητας πολλοί άνθρωποι στρέφονται στον διαλογισμό, τη γιόγκα και τις πρακτικές ενσυνειδητότητας (mindfulness), προσπαθώντας να ακολουθήσουν μια πιο ολιστική προσέγγιση της ζωής.
Αυτός ο ψυχικός αποπροσανατολισμός δεν αποτελεί μονάχα βίωμα των πιστών Χριστιανών, Μουσουλμάνων ή των ακολούθων της σύγχρονης πνευματικότητας (new age spirituality), αλλά μπορεί να συμβεί σε όλους μας, ανά πάσα στιγμή. Aν και πρόκειται για μια ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία, είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα συμβάντα (Ereignis) στην προσπάθεια νοηματοδότησης της ζωής μας, γιατί μας καλεί να αλλάξουμε τις προσωπικές μας αφηγήσεις.
Ο Χάιντεγκερ αναφέρει τον άνθρωπο ως ένα ον (Dasein), του οποίου ο σκοπός είναι η αυτο-νοηματοδότησή του (Λαζαράτος, 2011). Όταν το νόημα, λοιπόν, χάνεται, καλούμαστε να το ξαναβρούμε και να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο που αφηγούμαστε τη ζωή μας και αν και κατά πόσο ο τρόπος που ζούμε εφάπτεται με τις δικές μας επιθυμίες ή με τις προβολές των άλλων ανθρώπων όσον αφορά σε εμάς. Το θέμα είναι ότι μερικές κλητεύσεις είναι λίγο πιο επώδυνες από κάποιες άλλες.
Η ψυχανάλυση, η λογοτεχνία, η ζωγραφική και γενικά όλες οι τέχνες αποτελούν αφηγήσεις, γιατί διηγούνται ιστορίες. Πολλοί καλλιτέχνες καταφεύγουν σε αυτά τα μέσα κατά τη διάρκεια περιόδων προσωπικών κρίσεων, γιατί επιθυμούν να αλλάξουν το αφήγημά τους μέσα από την τέχνη. Πολλοί άπλοι άνθρωποι, χωρίς καλλιτεχνικές ευαισθησίες, καταφεύγουν στο παρελθόν του ασυνείδητου, για να μπορέσουν να δομήσουν έναν νέο εαυτό.
Η σκοτεινή νύχτα όμως ενδέχεται να μην αφορά αποκλειστικά στην ατομική, αλλά και στη συλλογική ψυχή. Όπως μία ψυχή, έτσι και μία κοινωνία μπορεί να υποφέρει και να χρειάζεται να αναθεωρήσει τα προτάγματά της και το φαντασιακό στοιχείο μέσα στο οποίο έχει δομηθεί. Αντιστοίχως, και η δυναμική των συλλογικών αφηγήσεων είναι αστείρευτη, αφού οι ιστορίες μπορεί να οδηγήσουν στη χειραφέτηση από τη συμβολική βία, καθώς «αποτελούν τη μέθοδο με την οποία οι λαοί που αποικίστηκαν διεκδικούν τη δική τους ταυτότητα και την ύπαρξη της δικής τους ιστορίας… τα ίδια τα έθνη ειναι αφηγήσεις» (Σαίντ, 1996: 10).
Κρίσεις όπως οι οικονομικές ή η πανδημία δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως «ατυχή συμβάντα», «θεόσταλτες» τιμωρίες ή να αποτελούν την αφορμή για την περιστολή κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά θα έπρεπε να θεωρούνται μια ευκαιρία για την ανέγερση νέων συλλογικών προταγμάτων και αξιών, για τη δημιουργία νέων αφηγήσεων, ακόμα και αν για τους νεοφιλελεύθερους μελετητές έχει επέλθει το πέρας των μεγάλων αφηγήσεων και το τέλος της ιστορίας (Fukuyama, 1989).
Τo ίδιο ισχύει και για την προσωπική μας επανανοηματoδότηση. Το ερώτημα είναι η προσωπική/κοινωνική μας ιστορία και πώς την αφηγούμαστε. Και ποιες ιστορίες εν τέλει θέλουμε να παρουσιάζουμε;