Άφηνες πάντα το φως κλειστό κι ας ήξερες ότι διψούσα.
Και αυτό το ξύλινο τραπέζι της γιαγιάς σου, που ποτέ δεν το αποχωριζόσουν, είχε φαγωθεί στην άκρη.
Λες και είχε πόδια και περπατούσε κάθε νύχτα.
Τόσα εμπόδια είχα στη ζωή μου, είχα και το βρωμοτράπεζό σου.
Γέμιζα γρατζουνιές κάθε βράδυ που ήθελα να πιω νερό, τόσες που άρχισα να μισώ εσένα για το τραπέζι.
Τις λίγες φορές που κατάφερνα να γυρίσω στον ύπνο μου, ονειρευόμουν να του βάζω φωτιά!
Και αν και στο όνειρο δεν τ’ αποχωριζόσουν, ε ας καιγόσουν μαζί του.
Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο, ώσπου μια μέρα… Κάηκες.
Επιτέλους!
Όμως τώρα απλώς πίνω νερό και κοιμάμαι ξανά. Κοιμάμαι υπερβολικά πολλές ώρες πια.
Δεν έχω ούτε γρατζουνιά. Αλλά αν δεν τρέξει αίμα, πώς θα ξέρω ότι ζω;
Πήγα χτες στο εμπορικό!
«Ένα ξύλινο φαγωμένο τραπέζι της γιαγιάς θα ήθελα. Ευχαριστώ!»
Τίποτα.
Μόνο καινούρια χαζά άβολα τραπέζια είχαν με όλες τις άκρες και τις γωνίες τους ακέραιες.
Θέλω πίσω το τραπέζι σου. Δεν μπορώ να πιω νερό δίχως γρατζουνιές.
Θέλω να πιω νερό.
Θέλω να πιω νερό σε κλειστά φώτα με αίματα και γρατζουνιές!