Ο Γιώργος Οικονόμου γεννήθηκε το 1979 στην Κέρκυρα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε Οικονομικά στην Αθήνα και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στην Επιστήμη της Μετάφρασης από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως διοικητικός υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στο παρελθόν έχει διατελέσει αθλητικός συντάκτης στο portal corfuland.gr και οργανωτικό μέλος του Διεθνούς Φεστιβάλ Be There! Corfu Animation Festival. Τον Μάρτιο που μας πέρασε κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Έναστρον η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο 15 κοντές ιστορίες κι ένα εισαγωγικό σημείωμα, ενώ ορισμένες από τις ιστορίες αυτές έχουν διακριθεί και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που αποτελεί μέλος της ομάδας του BANAL magazine από το πρώτο κιόλας τεύχος. Ο ενικός που χρησιμοποιείται στη συνέντευξη και από τους δυο μας είναι ενικός ευγενείας (και παραγνωρίσματος).
Πότε και πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή;
Ο προσωπικός μου ιστορικός ανέτρεξε με ευλάβεια σε όλη την Οικονόμειο Γραμματεία και κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα πρώτα ίχνη δημιουργικής εγκεφαλικής κένωσης εντοπίζονται σε κάτι εκθέσεις Εγγλέζικων. Δεν ξέρω πόσοι (τρε) μπανάλ αναγνώστες το θυμούνται ή το πρόλαβαν, άλλα, όταν τον προηγούμενο αιώνα προετοιμαζόμασταν για το Proficiency (του Cambridge, όχι το άλλο, το εύκολο), είχαμε να γράφουμε πότε πότε και κάτι εκθέσεις με τίτλο: «Write a story that begins/ends with the words: ...». Εκεί, λοιπόν, του ’δινα και καταλάβαινε, αψηφώντας με τόλμη το ανώτατο όριο λέξεων και φτιάχνοντας ιστοριούλες. Μία από εκείνες, μάλιστα, κατόπιν πολλών αναθεωρήσεων, αναδιαμορφώσεων και αναδιατυπώσεων, κατέληξε να είναι και μία εκ των μακρύτερων από τις 15 κοντές ιστορίες (The pop-corn killings)!
Ποια ήταν και ποια είναι τα διαβάσματά σου;
Τα βασικά αναγνώσματά μου από τότε που ήμουν μικρός ήταν δύο: τα κόμιξ και το Φως των Σπορ. Στο δεύτερο, μάλιστα, έμαθα ανάγνωση, οπότε προηγείται χρονικά. Υποθέτω ότι κάποιοι τώρα θα μειδιούν χλευαστικά, αλλά ας μάθουν, οι χαχόλοι, ότι τότε στο ΦΩΣ έγραφαν πολύ σπουδαίοι γραφιάδες (Κωνσταντουδάκης, Παπάζογλου, Γαβαθιώτης, Νικολακόπουλος, Σακελλαρόπουλος κ.ά.), και όχι μόνο σε δημοσιογραφικό επίπεδο, τους οποίους διάβαζα με θρησκευτική ευλάβεια καθημερινώς –άλλωστε, δεν αποκαλείται τυχαία το ΦΩΣ «Ευαγγέλιο»– και από τους οποίους έμαθα πολλά σε καθοριστική ηλικία. Η εφηβική μου βιβλιοθήκη είχε πάρα πολύ Στίβεν Κινγκ, ενώ αργότερα οι πρώτες καίριες επιρροές που δέχτηκα από τα «βαριά» λογοτεχνικά ονόματα ήταν αυτές του Καζαντζάκη, του Βενέζη, του Κούντερα, του Βόνεγκατ, του Μακάρθι. Γενικά, δεν έχω πλέον εμμονή με κάποιον συγγραφέα ή συγγραφικό είδος, αφού ευτυχώς υπάρχει πλειάδα καλών επιλογών από παντού, αλλά τα τελευταία χρόνια δείχνω μία μεγαλύτερη συμπάθεια προς τα διηγήματα. Φθονώ το ταλέντο του Τζορτζ Σόντερς, από την αριστερή πλευρά του Ατλαντικού, και του Έτγκαρ Κέρετ από τη δεξιά. Ιωάννου, Χρόνης, Σκαμπαρδώνης, και άλλοι σπουδαίοι εντός των συνόρων. Πιο πρόσφατοι, ο Παλαβός, ο Κυθρεώτης…
Από πού αντλείς έμπνευση;
Φαντάσου μία μυρμηγκοφωλιά που αντί για μυρμήγκια έχει ιδέες. Όταν υλοποιείται μία ιδέα, βγαίνει από τη μοναδική έξοδο της ιδεοφωλιάς, εν προκειμένω το χέρι μας που κρατάει την πένα με το φτερό. Οι πιθανοί δρόμοι, όμως, που ακολούθησε υπογείως, μέχρι να βγει, είναι απίστευτα πολλοί. Μία ιδέα μπορεί να ήρθε από ένα άρθρο που διάβασα στα νέα της ημέρας. Μια άλλη από μια φράση σε ένα βιβλίο. Μια τρίτη από ένα περιστατικό που μου διηγήθηκε κάποιος. Κάποια άλλη από κάτι παράξενο που είδα μπροστά μου, και ούτω καθεξής. Υπάρχουν, όμως, κι αυτές που είχαν χαθεί για καιρό στις δαιδαλώδεις διαδρομές της ιδεοφωλιάς και αδυνατώ να αναγνωρίσω από πού κρατάει η σκούφια τους, όταν τελικά βγαίνουν στην επιφάνεια.
Θέλεις να γράφεις βιωματικές ιστορίες, φανταστικές ή και τα δύο;
Δεν γράφω ακόμα βάσει του «θέλω». Ίσως περισσότερο βάσει του… «θέλει». Συχνά ξεκινάω να γράφω με έναν δήθεν συγκεκριμένο στόχο, αλλά πολλές φορές πάω εκεί που «θέλει» η ιστορία, το οποίο είναι μεν εντυπωσιακό και μαγικό να το βιώνεις, είναι δε πιθανώς και δείγμα συγγραφικής ανωριμότητας. Βιωματικά διηγήματα ή μεμονωμένα βιωματικά στοιχεία υπάρχουν σε όλο το βιβλίο – είναι, νομίζω, αναπόφευκτο. Η σοφή συγγραφική συμβουλή λέει να γράφεις κυρίως για ό,τι γνωρίζεις, επομένως, ακόμα και στην πιο φανταστική ιστορία, θα έχεις χρησιμοποιήσει κάτι, έστω και άνευ δραματουργικής ουσίας, που έχεις βιώσει μέσω οποιασδήποτε αίσθησής σου. Όσον αφορά τη φαντασία (όχι ως προς τη σύλληψη της ιστορίας –αυτή τη χρησιμοποιούν όλοι οι συγγραφείς–, αλλά ως στοιχείο της πλοκής), αυτή κατέχει προφανώς κυρίαρχη θέση στα διηγήματά μου. Αν κάποιος σαδιστής συγγραφέμπορας με διέταζε: «Θα γράφεις μόνο σαν τον Ρέιμοντ Κάρβερ (του οποίου τη γραφή θαυμάζω απεριόριστα), ειδεμή δεν θα σου βγάλω τις αλυσίδες ούτε για να φας», τότε εγώ θα ζάρωνα, θα μαράζωνα, θα σταματούσα τη συγγραφή. Κάποια στιγμή, βέβαια, θα δραπέτευα, γιατί θα είχα αδυνατίσει τόσο που θα μπορούσαν τα άκρα μου να γλιστρήσουν μέσα από τους κρίκους, και θα άρχιζα ξανά την ελεύθερη συγγραφή! Εξάλλου, όσοι αρέσκονται στον σουρεαλισμό, στο γκροτέσκο, στη φάρσα, στο Γυρίστε τον γαλαξία με ωτοστόπ, σίγουρα θα αναγνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι τέκνα της Αγίας Φαντασίας που μας κρατάει… φρενοαβλαβείς!
Γιατί θέλεις να γράφεις και για τι θέλεις να γράφεις;
«Γιατί και για τι θέλω να γράφω»; Άκου ερώτηση! Κατ’ αρχάς, γιατί μου μπορεί και γιατί μου αρέσει! Δεν καταλαβαίνω τι πρόβλημα έχεις μ’ αυτό, κυρα-συντάκτρια… Είναι σαν να ρωτάς κάποιον\α γιατί θέλει να κάνει σεξ. Αν, παρ’ όλα αυτά, θέλεις και μία λιγότερο ζοχαδιασμένη απάντηση, το κάνω, ας πούμε, για να νικήσω τον θάνατο. Ως προς το «για τι», γράφω για ό,τι μου ’ρθει. Δεν διαλέγω κατηγορίες ακόμα. Είναι κακό κι αυτό; Άσε με λίγο, θέλω να ηρεμήσω τώρα, γιατί με αναστάτωσες…
Θέλω να πω ότι συγγραφικά κινείσαι μεν σε διάφορες κατηγορίες, όμως παρατηρείται κυρίως μια ροπή προς το χιούμορ και τη φαντασία. Από που πηγάζει αυτό;
Ομμμ… Τώρα που καθάρισα τα τσάκρα μου και τα νύχια από τα άκρα μου, ομολογώ πως όντως κινούμαι σε πολλά διηγηματικά είδη. Ίσως γιατί οι ιστορίες γράφτηκαν μέσα σε ένα σχετικά ευρύ διάστημα, με διάφορα ερεθίσματα και αναγνώσματα ανά περίοδο, ίσως πάλι γιατί στο πρώτο μας βιβλίo βιαζόμαστε να πούμε πολλά και διάφορα, από άγχος μην τυχόν δεν υπάρξει δεύτερο. Χιούμορ και φαντασία διέπουν την πλειονότητα των ιστοριών μου, όπως σωστά παρατήρησες. Βέβαια, νομίζω πως είναι τόσο προφανές, που θα ήταν γελοίο να σου αποδώσει κανείς εύσημα γι’ αυτή την παρατήρηση. Αυτά τα δύο στοιχεία πηγάζουν από… εμένα. Είναι απολύτως εγγενή στον χαρακτήρα μου και δεν θα γινόταν να μην υπάρχουν στη γραφή μου. Θα προέκυπτε κάτι ανέντιμο, καλλιτεχνικά κακό, αν προσπαθούσα να γράψω αλλιώς, πιο επιτηδευμένα, πιο «σοβαρά». Το χιούμορ και τα προϊόντα του –γέλιο, δάκρυ– είναι φάρμακο δια την νόσον και την μαλακίαν του καθενός μας: για εμάς, κλόουν, που μας κάνεις να γελάμε ή να κλαίμε με την καρδιά μας, αλλά και για εσένα, κλόουν, που όσο μας διασκεδάζεις, δεν παρατηρούμε τη θλίψη που κρύβεις κάτω από τα αστεία και το μακιγιάζ σου.
Έχεις συμμετάσχει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και έχεις ξεκοκαλίσει το «Περί Συγγραφής» του Στίβεν Κινγκ. Πιστεύεις ότι η συγγραφή είναι κάτι που διδάσκεται;
Ναι, έχω συμμετάσχει σε δύο σεμινάρια. Το πρώτο ειδικά ήταν πολύ καθοριστικό και, κυρίως, αποκαλυπτικό για εμένα. Νιώθω σχεδόν σίγουρος πως, αν δεν είχε υπάρξει εκείνο το πρώτο σεμινάριο, με ινστρούχτορα τον αλήστου μνήμης και μεταδοτικότητας Βαγγέλη Προβιά, δεν θα είχε υπάρξει και το πρώτο μου βιβλίο. Ήταν σαν να ξεκλείδωσε τη δυνατότητα του συγγράφειν μέσα μου με έναν τρόπο τόσο απλό, που ήταν σχεδόν ανεπαίσθητος. Μέσα σε λίγο διάστημα, όμως, άρχισα να γράφω πιο σωστά, πιο «λογοτεχνικά», κι όσο έγραφα έτσι, τόσο περισσότερο ήθελα να γράφω. Κι όσο έγραφα περισσότερο, τόσο έγραφα λίγο καλύτερα. Βέβαια, η συνάρτηση που περιγράφει αυτή τη σχέση δεν είναι γνησίως αύξουσα σε όλο το R (παρακολουθούσες Άλγεβρα ή έκανες κοπάνες;), αλλιώς θα έπρεπε να είχα πάρει ήδη το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Παράλληλα, έριχνα ματιές και σε εγχειρίδια περί συγγραφής –το αγαπημένο μου, όπως είπες, είναι αυτό του μετρ, Στίβεν Κίνγκ, με τίτλο On Writing–, αλλά αναμφισβήτητα τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα καλό μπέργκερ… εεε… ήθελα να πω: με ένα εποικοδομητικό δια ζώσης σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Γενικά, όσο λίγο ή πολύ ταλέντο κι αν έχει κάποιος σε οποιονδήποτε τομέα, πάντα υπάρχει χώρος και λόγος να διδαχτεί κάτι καινούριο.
Και τώρα μία ερώτηση που θα μαλλιάσει η γλώσσα σου να απαντάς: γιατί… «Κοντές Ιστορίες»;
Κοίταξε να δεις… Πού κοιτάς; Εδώ! Κάμερα σ’ εμένα. Είμαι πολύ μορφωμένος άνθρωπος και τα Αγγλικά τα μιλάω φαρσί (καίτοι τα Φαρσί δεν τα μιλάω Αγγλικά). Ως υπεύθυνος μεταφραστής εμπιστεύομαι απόλυτα το γκούγκολ τρανσλέιτ, κι εκεί λέει ότι το «short» σημαίνει «κοντός». Κι επίσης, άντε βρες ξεχωριστή λέξη για το «διήγημα»! Επομένως, πρέπει επιτέλους να διορθωθεί το «σύντομα διηγήματα». Ή μήπως από πατριωτικό ποντίγιο να πούμε στους ξένους να λένε αυτοί «brief stories» και μετά να νευριάσουν και να πηγαίνουν διακοπές στην Τουρκία; Άσε που το «σύντομα διηγήματα» θυμίζει προσωρινή ταμπέλα. Όπως γράφουν «σύντομα κοντά σας» ή «σύντομα φούρνος». Άρα, αν είναι σύντομα να γίνουν διηγήματα, τώρα τι είναι; Σώσαμε μ’ αυτά τα αμφιλεγόμενα πλέον… «Κοντές ιστορίες», κατοχυρώθηκε.
Σε μία από τις κοντές ιστορίες σου παραλληλίζεις με πολύ γλαφυρό και χιουμοριστικό τρόπο μεν, υπόρρητα δε, τη διαδικασία της συγγραφής με αυτήν της αυτοϊκανοποίησης. Τι σημαίνει για ’σένα η συγγραφή;
Νόμιζα ότι θα ρωτούσες τι σημαίνει για ’μένα η αυτοϊκανοποίηση… Είμαι σίγουρος ότι αυτό σκέφτηκες αρχικά. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να απαντήσω σε κάτι που δεν με ρωτάς. Ο άνωθι αναφερόμενος Προβιάς μάς είχε ζητήσει να περιγράψουμε με μια μεταφορά τι σημαίνει για εμάς η συγγραφή, κι έτσι γράφτηκε αυτή η ιστορία. Πρόσεξε, λοιπόν. Ο εφηβικός αυνανισμός είναι μία εξαιρετικά διαπλαστική εμπειρία για τους ασκούντες, πνευματικά και σωματικά, χωρίς την οποία ασφαλώς και θα μπορούσαν να ζήσουν, αλλά τι γούστο θα είχε η εφηβεία τότε και τι προβλήματα θα άφηνε αυτή η αποχή για το μέλλον; Κατ’ αντιστοιχία, όσοι έχουν πάθος με τη συγγραφή δεν μπορούν να φανταστούν να περάσουν την περίοδο που ο συγγραφικός τους νους είναι ερεθισμένος, χωρίς να μπορούν να γράφουν. Είναι τεράστια αποφόρτιση, είναι ψυχική υγεία, είναι η έκσταση του πνευματικού οργασμού. Βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις η κατάχρηση δύναται να προκαλέσει προβλήματα κοινωνικής φύσεως, καθώς και τενοντίτιδα.
Έχεις συγγραφική ρουτίνα;
Όχι, αλλά θα έπρεπε να έχω. Σε αυτό το θέμα είμαι αντι-παράδειγμα. Εκτός από τη δουλειά, έχω να μεγαλώσω δύο παιδιά, να γεράσω μία γυναίκα και να παίξω πλέι-στέισον. Μέσα στη μέρα σπάνια βρίσκω καθαρό νου να κάτσω να γράψω. Κάποιος που θέλει να γίνει συγγραφέας πρέπει να στρώνει τον πισινό του και να γράφει τακτικά. Δεν μπορείς, ειδικά αν είσαι φρέσκος σε αυτό το μετερίζι, να μένεις αδρανής έξι μήνες και απλώς να κοιτάς το ρολόι σου και να αναρωτιέσαι πότε θα έρθει επιτέλους η Μούσα στο ραντεβού της με τον επιφανή συγγραφέα. Ο Κινγκ λέει στο βιβλίο που αναφέραμε πριν ότι ένας συγγραφέας πρέπει να έχει ρουτίνα. «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει η θεία έμπνευση» λέει, «όταν αποφασίσει να σε επισκεφτεί, πρέπει να ξέρει σε ποιο μέρος ακριβώς θα σε βρει». Μέχρι να έρθει, όμως, η Μουσίτσα, γράφε, επίδοξε συγγραφέα, και διάβαζε. Διάβαζε πολύ. Κανείς δεν γίνεται καλός συγγραφέας διαβάζοντας λίγο.
Μπορείς να περιγράψεις τη διαδικασία με την οποία συνηθίζεις να γράφεις ένα διήγημα;
Όταν ξεκινήσω να γράφω κάτι καινούριο, με πιάνει μία αδήριτη εσωτερική ένταση. Έτσι, αν, ας πούμε, είναι βράδυ, που συνήθως είναι, αδυνατώ να κοιμηθώ, αν δεν γράψω όλα αυτά που μου έρχονται στο μυαλό σε πρώτη φάση, έστω να κρατήσω και κάποιες σημειώσεις για το γράψιμο της επομένης. Όταν κάποια στιγμή, μέσα σε δύο έως οχτώμισι μέρες, τελειώσει το διήγημα, τότε το διαβάζω ξανά, κάτι αλλάζω, το διαβάζω ξανά, κάτι αλλάζω ξανά, το στέλνω σε δυο τρεις φίλους/ες (δεν πρέπει σε πολλούς) για αυτά τα λάθη που δεν μπορούν με τίποτα να δουν τα δικά μου μάτια, και μετά το αφήνω να φουσκώσει σε θερμοκρασία συρταριού για μισό με έναν μήνα. Όταν το βγάλω από το συρτάρι, σίγουρα κάτι θα βρω να διορθώσω πάλι στη σύνταξη, στις λεκτικές επιλογές, αλλά σπάνια θα αλλάξω τότε εξέλιξη ή πλοκή.
Αρκετές από τις ιστορίες έχουν γραφτεί χρόνια πριν. Πώς πήρες τώρα την απόφαση να τις εκδώσεις και πώς αισθάνεσαι που πλέον έχουν δημοσιευτεί;
Όταν κάποια στιγμή, μετά το πρώτο σεμινάριο, συνειδητοποίησα ότι μπορώ και γράφω πιο συγκροτημένα και με αυτοπεποίθηση, έπιασα ξανά κάποιες ιστορίες που είχα γράψει σποραδικά σε παλαιότερες εποχές. Υπό το πρίσμα του νέου μου συγγραφικού εαυτού, τους άλλαξα τα φώτα και τις έφερα σε πιο ικανοποιητική μορφή. Έτσι, μπήκαν στο βιβλίο κείμενα πρωτογραμμένα από το 1999 ως το 2010. Την απόφαση, όμως, να εκδοθούν όλα αυτά δεν την πήρα κατ’ ουσίαν ποτέ! Πριν από τέσσερα χρόνια, η ιδέα ότι ένας εκδοτικός οίκος θα εκδώσει βιβλίο μου έμοιαζε σαν ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ένα ενδεχόμενο ισοπίθανο με το να κάνει οποιαδήποτε Κυβέρνηση μαζικές προσλήψεις γιατρών και εκπαιδευτικών ή με το να ξεκινήσει η Δευτέρα Παρουσία με την ανάσταση του Τζίμη Πανούση. Ακόμα, όμως, κι όταν συγκέντρωσα το υλικό που πλέον αποτελεί τις 15 Κοντές, χρειάστηκε να με πείσουν οι πέριξ, και κυρίως μια καλή μου φίλη –η Αγία Παρασκευή κι ο Άγιος Σπυρίδωνας να τη φυλάνε–, ώστε να το στείλω σε εκδοτικούς οίκους για αξιολόγηση. Ούτως έγινε, κι όταν στις έντεκα πρώτες κρούσεις ήρθε η πρώτη θετική απόκριση και μετά άλλη μία, δεν πίστευα στα προσεχώς πρεσβυωπικά μου μάτια! Νομίζω ότι τότε ήταν η πιο αυθεντική χαρά μου σχετικά με όλη αυτή τη διαδικασία. Φυσικά, και όταν ειδοποιήθηκα από τις εκδόσεις Έναστρον ότι το βιβλίο βγήκε από το τυπογραφείο, χάρηκα απίστευτα. Ήταν σαν να απέκτησα τρίτο παιδί, αλλά χωρίς τα κλάματα και τις χεσμένες πάνες των υπολοίπων. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι, όταν κάποιοι που δεν ξέρουν εσένα, αλλά ξέρουν το αντικείμενο με το οποίο ξεκίνησες να ασχολείσαι, σου λένε ότι κάτι αξίζουν αυτά που γράφεις, τότε η περηφάνια που νιώθεις είναι ασύγκριτη επιβράβευση. Δεν σημαίνει αυτό πως οι γνώμες των οικείων για την ικανότητά σου δεν μετράνε, αλλά το μυαλό του καθενός που βρίσκεται σε αυτή τη θέση το τριβελίζει η ανάγκη και για μία έξωθεν καλή μαρτυρία. Για κάποιους, βέβαια, που έχουν μεγάλη πίστη στο έργο τους και τις ικανότητές τους, υπάρχει και η δυνατότητα της αυτο-έκδοσης –τώρα πιο εκτεταμένη από ποτέ–, αλλά νομίζω πως εγώ μάλλον δεν θα το επιχειρούσα.
Πώς διαχειρίζεσαι την έκθεση;
Η έκθεση είναι όντως ένα ζήτημα, έστω τον πρώτο καιρό… Υποθέτω θα υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που έχουν διαφοροποιημένη συμπεριφορά σε διαφορετικές ομάδες οικείων προσώπων τους, με τις οποίες συναναστρέφονται τακτικά. Εγώ, ας πούμε, είμαι τριπλομούτσουνος, αφού αλλιώς είμαι με φίλους και τη δική μου οικογένεια, αλλιώς στη δουλειά και αλλιώς με γονείς και λοιπούς συγγενείς. Λογικά, δεν μιλάμε για ψυχιατρική περίπτωση, απλώς για διαφορετικές πτυχές του ίδιου χαρακτήρα που επικρατούν έναντι άλλων σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Όταν, όμως, έρχεται η ώρα να εκδώσεις βιβλίο, θα εκθέσεις αναγκαστικά όλες τις πτυχές του χαρακτήρα σου – νομίζω πιο πιθανά σε μία συλλογή διηγημάτων παρά σε ένα μυθιστόρημα, εφόσον γράφεις «έντιμα». Κι αυτοί οι εκ περιτροπής κρυφοί εαυτοί σου ξαφνικά κοινοποιούνται στα άτομα των ομάδων που λέγαμε πριν, μέσω των διηγηματικών ηρώων σου και των αποτυπωμένων σκέψεών σου, αρκεί, βέβαια, όλοι εκείνοι να θέλουν να διαβάσουν το βιβλίο σου! Από τη μία, όλο αυτό μπορεί να σε κάνει να νιώσεις άβολα, και είναι λογικό και σίγουρα πιο πιθανό, όταν αφορά γονείς. Από την άλλη, μπορεί να είναι ανακουφιστικό, αφού τους τα λες χωρίς να τους τα πεις, και αμαρτία εξομολογημένη παύει να είναι αμαρτία (οπότε μπορείς να συνεχίσεις με τις επόμενες, τις οποίες με τη σειρά τους θα τις νίψεις με το επόμενο βιβλίο).
Τι θα ακολουθήσει στο μέλλον; Δεύτερη συλλογή διηγημάτων ή αλλαγή στη μεγάλη φόρμα;
Παρότι υπάρχουν κάτι μικροί άνθρωποι που με φωνάζουν «Πατέρα», κανείς δεν με φωνάζει και «Λίτσα», ώστε να ξέρω τι θα ακολουθήσει στο μέλλον. Θα επιδιώξω δεύτερη συλλογή διηγημάτων –κάποια διηγήματα έχουν γραφτεί ήδη–, αλλά μέχρι να φτάσουμε σε αποτέλεσμα που να με ικανοποιεί, για να το υποβάλω σε εκδοτική κρίση, έχουμε πολλά ψωμιά ακόμα. Τώρα, να αλλάξω σε μεγαλύτερη φόρμα, δεν το βλέπω, παρά μόνο αν παχύνω! Συγγραφικά, δεν νομίζω να το επιχειρήσω. Εδώ και κάποια χρόνια δεν προτιμώ καν να διαβάζω πολλά μυθιστορήματα, για τον ίδιον λόγο που τάσσομαι αναφανδόν υπέρ των ταινιών σε σχέση με τις σειρές. Άσε που νομίζω πως, για να γράψει κανείς ένα άξιο αναφοράς μυθιστόρημα (δεν εννοώ αυτά που μοιάζουν με εξαιρετικά χολιγουντιανά σενάρια), πρέπει να έχει συγγραφικούς όρχεις ελέφαντα. Εγώ αυτή τη στιγμή κατατάσσομαι στην τάξη μεγέθους υστρικόμορφου τρωκτικού (τσιντσιλά). Θα ήθελα ακόμα να σημειώσω ότι θα ήμουν αγνώμων, αν έκλεινε η συνέντευξη και δεν κατέθετα τις ευχαριστίες μου στις Εκδόσεις Έναστρον. Δεν είναι μόνο η παραπάνω από εξαιρετική –σύμφωνα με τους πιο έμπειρους του χώρου– εκδοτική πρόταση που μου έκαναν αρχικά, η οποία έδειχνε την εκτίμησή τους για το έργο μου, αλλά κυρίως η όλη συνεργασία μας, από την υπογραφή των συμβολαίων και ύστερα. Σε όλα τα στάδια της εκδοτικής διαδικασίας η επικοινωνία μας ήταν άψογη, και εξακολουθεί να είναι, και κατά τη διάρκεια αυτή γνώρισα χαμογελαστά, ευγενικά και καταρτισμένα άτομα που με έκαναν να κατευχαριστηθώ ένα παράπλευρο κομμάτι της συγγραφικής δραστηριότητας που δεν το είχα υπολογίσει ποτέ.
Αναζητήστε τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Οικονόμου 15 κοντές ιστορίες κι ένα εισαγωγικό σημείωμα από τις Εκδόσεις Έναστρον (2022). Αξίζει τον κόπο!
Συνέντευξη: Αγλαΐα Παντελάκη