Χ: Εσένα σε έχω ξαναδεί, κάπου σε ξέρω…
Α: Μπα... Δεν νομίζω. Πώς γίνεται αυτό;
Χ: Κι όμως… Το βλέμμα σου μου φαίνεται γνωστό από το παρελθόν.
Α: Κρυφός και απροσδόκητος θαυμαστής του Πασχάλη, βλέπω!
Χ: Τι εννοείς;
Α: Σ’ έχω δει, κάπου, κάπου σε ξέρω. Τα μάτια σου αυτά μου είναι τόσο γνωστά… Το γνωστό τραγούδι του Πασχάλη;
Χ: Επώνυμο δεν ξέρεις; Έχω γνωρίσει πολλούς τραγουδιστές σε αυτή τη δουλειά, αυτός όμως δεν μου λέει κάτι.
Α: Ναι, σωστά. Δεν τον έχεις γνωρίσει ακόμα… Ούτως ή άλλως, αστειευόμουν.
Χ: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αρκετοί αρχίζουν κι αστειεύονται μόλις τους περάσει η πρώτη ψυχρολουσία της συνάντησής μας. Εκτός του ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι εννοείτε με αυτά τα αστεία, δεν διαθέτω καν την ικανότητα να γελάω.
Α: Ωωω! Αυτό θα πει αφοσιωμένος στο καθήκον.
Χ: Το θέμα όμως δεν είμαι εγώ. Εσύ είσαι. Και θυμήθηκα πού σε είχα συναντήσει ξανά: το καλοκαίρι σε εκείνη την παραλία, στου Μπαρμπάτη, όταν ήσουν έξι εφτά χρονών. Τη μέρα που είχατε ξεχάσει τα μπρατσάκια σου στο σπίτι.
Α: Ναι, ακόμα τη θυμάμαι αυτή τη μέρα. Εσένα όχι.
Χ: Εγώ όμως σε έβλεπα. Ήσουν μέσα στο νερό. Θυμάμαι που κοίταζες προς το φως του ήλιου με τα μάτια γουρλωμένα και προσπαθούσες να το πιάσεις με τα μικρά σου χέρια. Εσύ δεν πρόλαβες να με δεις, γιατί μου χάλασε τη δουλειά εκείνος ο κολυμβητής που σε έβγαλε. Ακόμα του τη φυλάω όμως…
Α: Και τώρα τι;
Χ: Τώρα ήρθε η ώρα. Αφού μπορείς και με βλέπεις…
Α: Κάτσε! Περίμενε να σου πω μια κουβέντα.
Χ: Ωχ… Μη μ’ αρχίσεις κι εσύ στα παρακαλετά και στην κλάψα! Ας βρεθεί ένας να πει ότι είχαν ποτέ αποτέλεσμα!
Α: Όχι, όχι… Μια μικρή κουβέντα θα κάνουμε και μετά ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.
Χ: Τέλος πάντων… Πες ό,τι έχεις να πεις. Ούτως ή άλλως, σ’ αυτό το λειτούργημα που κάνω, γενικά είμαι χαλαρός, πολλές φορές στα όρια της βαρεμάρας, πιθανότατα λόγω της προδιαγεγραμμένης έκβασης κάθε αποστολής μου.
Α: Αλήθεια, ποιος σε στέλνει;
Χ: Μια ιδέα την έχουμε όλοι, αλλά για συγκεκριμένα πρόσωπα δεν γνωρίζω και δεν ρωτάω. Σίγουρη θέση, εξαιρετικές απολαβές βάσει ατομικής σύμβασης αορίστου χρόνου... Τι να το ψάξω; Λαμβάνω κάθε φορά έναν ανώνυμο φάκελο που περιέχει όνομα, φωτογραφία, DNA εντοπισμού και μία απόδειξη κατάθεσης κρυπτονομισμάτων στον προσωπικό μου λογαριασμό στο dark cloud.
Α: Καλή φάση! Ήθελα λοιπόν να σου πω το εξής: εμείς οι άνθρωποι νομίζω πως έχουμε από γεννησιμιού μας ως είδος δύο μεγάλες ματαιοδοξίες να μας τυραννούν. Η μία είναι ότι θέλουμε να αγγίξουμε τον ουρανό. Θα θέλαμε να ήμασταν σαν τα πουλιά και να πετούσαμε. Κι επειδή η ανατομία μας δεν βοήθησε ποτέ, βοήθησε το μυαλό μας. Και τα καταφέραμε εν τέλει, έστω με τρόπο μηχανικό, και πλέον ένας άνθρωπος στον ουρανό δεν είναι κάτι αξιοπερίεργο. Ακόμα και στο διάστημα φτάσαμε!
Χ: Ναι, την έχω παρατηρήσει τη μανία σας να πετάτε. Οφείλω να ομολογήσω ότι κατά διαστήματα μου αποφέρει καλό εισόδημα. Και ποια είναι η δεύτερη ματαιοδοξία;
Α: Η δεύτερη είναι ισχυρότερη από την πρώτη, εμμονική για κάποιους από εμάς. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να την πούμε και ματαιοπονία. Μιλάω για τη νίκη απέναντι στον θάνατο!
Χ: Σίγουρα ματαιοπονία! Ο ορισμός του χαμένου κόπου.
Α: Δεν αμφιβάλλω, αλλά, όπως ίσως έχεις διαπιστώσει κι ο ίδιος, μας απασχολούσε σχεδόν από πάντα. Όταν γράφαμε μύθους, όταν φτιάχναμε θρησκείες, όταν κάναμε τέχνη, όταν εξελίσσαμε την επιστήμη, όταν φιλοσοφούσαμε, η αγωνία αυτή έβρισκε –και βρίσκει– παντού θέση.
Χ: Η αλήθεια είναι ότι για πλάσματα που ζουν μετά βίας ογδόντα με ενενήντα χρόνια, συλλογίζεστε υπερβολικά πολύ. Θα έπρεπε είτε να ζείτε περισσότερο είτε να σκέφτεστε λιγότερο.
Α: Μα ακριβώς αυτή είναι η ουσία της αγωνίας μας: να ζήσουμε ακόμα περισσότερο! Όσο περισσότερο γίνεται, κι ακόμα μια μέρα παραπάνω. Νιώθουμε ότι κατά κάποιον τρόπο ξεγελάμε έτσι τον θάνατο.
Χ: Ως πότε; Κάποια στιγμή, κάποιος από εμάς θα λάβει έναν φάκελο με ένα όνομα, και τέρμα. Όπως εγώ για ’σένα, δηλαδή.
Α: Ναι, δεν αντιλέγω, αλλά και πάλι… Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα που θα καταφέρουμε τη Μεγάλη Νίκη –μην το αποκλείεις ότι μπορεί να έρθει εκείνη η μέρα– έχουμε βρει άλλους τρόπους να ξεγελάμε τον βιολογικό μας θάνατο.
Χ: Για πες, μελλοθάνατε.
Α: Να, πάρε για παράδειγμα τους συγγραφείς και τους ποιητές. Χαρακτηριστικοί θιασώτες του αγώνα κατά του θανάτου! Κατ’ ουσίαν, γράφουν για να μην πεθάνουν. Ο ενδόμυχος πόθος τους είναι να μείνει το όνομά τους ζωντανό μέσα από τα βιβλία τους για πολύ καιρό μετά την επίσκεψή σου. Το να γράψουν κάτι αξιόλογο, αξιομνημόνευτο, αυθεντικό, είναι το μέσο για την επίτευξη του σκοπού, όχι ο σκοπός ο ίδιος. Αν πάρεις έναν ποιητή μαζί σου, αλλά το έργο του έχει παραμείνει ανεπηρέαστο –ίσως ακόμα και ισχυρότερο– στα σπίτια και στις βιβλιοθήκες των ζωντανών ανθρώπων, τότε η γενική αντίληψη μεταξύ των ομοίων του και των κοινωνών του είναι πως ο ποιητής κατάφερε μια σημαντική νίκη απέναντι στο μόνο πεπρωμένο του.
Χ: Γι’ αυτό έχετε ξεφυτρώσει τόσο πολλοί γραφιάδες τα τελευταία χρόνια; Νομίζετε ή ελπίζετε ότι όλοι θα καταφέρετε τέτοιες «νίκες»; Είστε πραγματικά αστείοι. Κρίμα που δεν μπορώ να γελάσω. Για ’μένα, φυσικά, δεν αλλάζει κάτι. Εγώ τη δουλειά μου θα την κάνω όπως και να ’χει. Αυτές οι ψευδαισθήσεις είναι για δική σας εσωτερική κατανάλωση. Επειδή, βέβαια, αν συνεχιστεί αυτή η έπαρση, μπορεί να γίνει ενοχλητική στους ανωτέρους μου, μην απορήσετε αν κάποια στιγμή ενεργοποιήσουν το πρωτόκολλο «Φαρενάιτ 451», ώστε να τελειώνουν μια και καλή με αυτή την πλάνη της βιβλιο-αθανασίας.
Πολλά είπαμε, όμως. Άντε, πάμε τώρα.
Α: Ουφ… Καλά, πάμε.