When you explain it, it becomes BANAL.

Ευαγγελία Λιάκου: τα κινηματογραφικά «μάτια» των τυφλών

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Ευαγγελία Λιάκου: τα κινηματογραφικά «μάτια» των τυφλών

Την Ευαγγελία Λιάκου τη γνώριζα φυσιογνωμικά από τα πρώτα κιόλας χρόνια των σπουδών μου στην Κέρκυρα, καθώς κινούμασταν και οι δύο στους χώρους του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ουσιαστικά, όμως, γνωριστήκαμε τον Νοέμβριο του 2017 στη Λευκωσία, στο Συνέδριο Διασημειωτικής Μετάφρασης που διοργάνωσε το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Προσφάτως ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, στο οποίο ολοκλήρωσε και τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές της σπουδές.

 

– Ευαγγελία, τόσο η εισήγησή σου σε εκείνο το συνέδριο όσο και η διδακτορική σου διατριβή αφορούν την ακουστική περιγραφή. Πρόκειται για έναν τομέα, με τον οποίον δεν είμαστε ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι. Τι ακριβώς είναι, λοιπόν, η ακουστική περιγραφή και τι ερεύνησες στην εργασία σου;

Η ακουστική περιγραφή είναι μία υπηρεσία που καθιστά προσβάσιμο το οπτικοακουστικό υλικό σε άτομα με δυσκολίες και προβλήματα όρασης. Στον κινηματογράφο, συγκεκριμένα, που είναι και ο τομέας με τον οποίον ασχολούμαι στη διατριβή μου, πρόκειται για την εισαγωγή περιγραφών των εικόνων στα σιωπηλά διαλείμματα μεταξύ των διαλόγων. Ο στόχος του διδακτορικού είναι η σύνταξη κατευθυντήριων οδηγιών για την ακουστική περιγραφή στα Ελληνικά στον κινηματογράφο. Είναι ο πρώτος μεγάλης έκτασης οδηγός με ελληνόφωνο κοινό και ελληνόφωνα αντικείμενα έρευνας, και μετά το μεταπτυχιακό, που ήρθα σε επαφή με την οπτικοακουστική μετάφραση και έκανα τη διπλωματική μου στην ακουστική περιγραφή, ήθελα να εντρυφήσω περισσότερο στο αντικείμενο.

– Ο οδηγός που προκύπτει από τη διδακτορική σου έρευνα είναι κάτι πρωτοπόρο για τα ελληνικά δεδομένα.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι έχει προηγηθεί έρευνα πάνω στην ακουστική περιγραφή από τη Γιώτα Γεωργακοπούλου, η οποία έθεσε πολύ χρήσιμα κριτήρια. Η δική μου έρευνα, που έγινε σε διδακτορικό επίπεδο με επιβλέπουσα την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μαρία Τσίγκου, απαντά σε επιπρόσθετα ερευνητικά ερωτήματα. Οι κατευθυντήριες οδηγίες που περιλαμβάνονται στη διατριβή αποσκοπούν στο να τις διαβάσει ένας φοιτητής ακουστικής περιγραφής ή ένας μεταφραστής, ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με τον τομέα, και να μελετήσει τον τρόπο που –εμείς τουλάχιστον– θεωρούμε προτιμητέο, προκειμένου να γίνει μια ακουστική περιγραφή. Η διατριβή είναι, δηλαδή, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Έχει γίνει, μάλιστα, και μια προσπάθεια προσέγγισης της διδασκαλίας της ακουστικής περιγραφής ως μαθήματος σε ένα πρόγραμμα σπουδών οπτικοακουστικής μετάφρασης, αλλά και του πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ακουστικής περιγραφής αμιγώς. Βέβαια, χρειάζεται πολλή έρευνα, για να δομηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, ίσως ένα ξεχωριστό διδακτορικό, δηλαδή. Έλεγα, χαριτολογώντας, στις καθηγήτριές μου: «λοιπόν, έχω έτοιμο τον οδηγό σπουδών, ψάχνω φορέα να με αναλάβει!». (γελάει)

– Ε, «κοντός ψαλμός...» θα σου πω. Σε ποιες ταινίες έχεις κάνει ακουστική περιγραφή μέχρι στιγμής;

Μέχρι στιγμής έχω περιγράψει τρεις ταινίες. Η πρώτη ήταν το Τανγκό των Χριστουγέννων του Νίκου Κουτελιδάκη. Ύστερα έκανα το Ταξίδι στη Μυτιλήνη του Λάκη Παπαστάθη, ενώ η τρίτη και τελευταία ταινία ήταν το Έτερος Εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια.

– Με ποιο κριτήριο επέλεξες αυτές τις τρεις ταινίες συγκεκριμένα;

Το βασικό κριτήριο ήταν ότι οι ταινίες που θα επέλεγα θα έπρεπε να περιγραφούν για λόγους έρευνας. Έπρεπε, λοιπόν, να επιλεγούν σύγχρονες μεγάλου μήκους ελληνικές ταινίες με χρονικές μετατοπίσεις, κάθε μία από της οποίες θα ανήκε σε διαφορετικό είδος. Συνεπώς, ασχολήθηκα με μία ρομαντική ταινία, με μία δραματική και με ένα αστυνομικό θρίλερ. Ένας άλλος λόγος για τον οποίον επιλέχθηκαν αυτές οι ταινίες ήταν πως η κάθε μία περιείχε κάποια στοιχεία που θα ήθελα να ερευνήσω περισσότερο στο μέλλον. Το Ταξίδι στη Μυτιλήνη, για παράδειγμα, είχε αφήγηση και εναλλαγή ασπρόμαυρου και έγχρωμου πλάνου, ενώ το Έτερος Εγώ είχε ξενόγλωσσους υποτίτλους.

– Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται, προκειμένου να περιγραφεί ακουστικά μία κινηματογραφική ταινία;

Στον κινηματογράφο, το πρώτο πράγμα που κάνει ο περιγραφέας είναι να μελετήσει καλά το κείμενο-πηγή, που είναι το οπτικοακουστικό κείμενο, δηλαδή το κινηματογραφικό σώμα. Αυτό σημαίνει ότι βλέπει την ταινία πολλές φορές και φροντίζει, αν έχει τη δυνατότητα, να έρθει σε επαφή με τους συντελεστές και με τον σκηνοθέτη και να κουβεντιάσουν – ειδικά αν υπάρχουν απορίες σχετικά με την πλοκή ή την πρόθεση του σκηνοθέτη. Πρέπει, δηλαδή, ο περιγραφέας να έχει καταλάβει όλα τα νοήματα και την πηγή τους (για παράδειγμα, αν ένα νόημα προέρχεται από τον ήχο, την εικόνα ή τον διάλογο) και να αντιλαμβάνεται τις προοικονομίες, για να ξέρει αργότερα πώς θα τα διαχειριστεί όλα αυτά. Το δεύτερο βήμα είναι η ιεράρχηση των πληροφοριών και ο εντοπισμός των πιο σημαντικών για κάθε σκηνή, γιατί είναι αδύνατον να περιγραφούν όλες οι πληροφορίες που περιέχονται σε μία εικόνα. Στη συνέχεια, συντάσσει ένα χρονισμένο σενάριο. Δημιουργεί, δηλαδή, ένα σενάριο, στο οποίο η περιγραφή καταλαμβάνει συγκεκριμένο χρόνο, και αναγράφει από πού αρχίζει και πού τελειώνει, καθώς και τι περιλαμβάνεται σε κάθε μία από τις περιγραφές, φροντίζοντας πάντα να μην υπερκαλύπτει τους διαλόγους. Τέλος, γίνεται ηχογράφηση των περιγραφών και ενσωμάτωσή τους στο κινηματογραφικό σώμα. Το άτομο που συγγράφει το σενάριο και το άτομο που το εκφωνεί, στη δική μου περίπτωση, είναι το ίδιο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται αυτά τα πρόσωπα, και, συνήθως, υπάρχουν και φωνητικοί ηθοποιοί (voice talents) που ασχολούνται με αυτό, ειδικά όταν μιλάμε για ξενόγλωσσες ταινίες στις οποίες υπάρχουν ακουστικοί υπότιτλοι, οπότε και χρειάζεται ένα καστ.

– Τι εξοπλισμός απαιτείται;

Εάν δεν διαθέτει κανείς λογισμικό ακουστικής περιγραφής, ουσιαστικά, αυτό που χρειάζεται είναι ένα καλό πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο και ήχου και ένας καλός υπολογιστής που να μπορεί να το σηκώσει, ώστε, αφού έχεις ηχογραφήσει τις περιγραφές σου, να μπορείς να τις ενσωματώσεις στο κινηματογραφικό σώμα και να επέμβεις στον παρασκηνιακό ήχο, χαμηλώνοντάς τον στα σημεία για τα οποία προορίζεται η ακουστική περιγραφή. Για την ηχογράφηση χρειάζεται αναγκαστικά ένα στούντιο, αν υπάρχει καστ, διαφορετικά ένα καλό μικρόφωνο με σφουγγαράκι. Όταν προβληθεί η ταινία σε μια καθολικά προσβάσιμη προβολή, τότε θα πρέπει να υπάρχουν ασύρματα ακουστικά για το κοινό.

– Πού έχουν προβληθεί οι ταινίες που έχεις περιγράψει; Πού προβάλλονται, γενικότερα, ακουστικά περιγραμμένες κινηματογραφικές ταινίες;

Στο πλαίσιο της διατριβής μου, συνεργάζομαι με την Εθνική Ομοσπονδία Τυφλών, και εννοείται ότι χωρίς αυτούς δεν θα είχε το ίδιο αντίκρισμα και το ίδιο νόημα η διατριβή. Μας παρέχονται, επομένως, χώροι από την Εθνική Ομοσπονδία, οι οποίοι φροντίζουμε να είναι εύκολα προσβάσιμοι και γνωστοί στο κοινό, ώστε να διασφαλιστεί και η προσέλευσή του, γιατί η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν υποδομές που να εξυπηρετούν τα άτομα αυτά όσο θα έπρεπε. Δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, ασύρματα ακουστικά, γιατί δεν υπάρχει ευρεία χρηματοδότηση, αλλά μας παρέχονται αίθουσες και κάνουμε εκεί τις προβολές. Στην αγορά, από την άλλη, αν εξαιρέσουμε το ερευνητικό κομμάτι (όπου καλούμε κοινό με μερική ή ολική απώλεια όρασης, κάνουμε μία προβολή και συλλέγουμε τα στοιχεία που θέλουμε για την έρευνα), υπάρχουν ενίοτε καθολικά προσβάσιμες παραστάσεις. Για παράδειγμα, μία κινηματογραφική προβολή πραγματοποιείται κανονικά για βλέποντες και παράλληλα παρέχονται και ακουστικά για άτομα με προβλήματα όρασης, τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν και να δουν την ταινία, αυξομειώνοντας την ένταση στα ακουστικά τους. Ουσιαστικά, στον κινηματογράφο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα προγράμματα εβδομαδιαίων, λόγου χάρη, προβολών σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο. Η ακουστική περιγραφή στο σινεμά μέχρι στιγμής προσφέρεται σε κάποιες προβολές στο πλαίσιο διαφόρων φεστιβάλ, όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, γίνονται κάποιες ιδιωτικές πρωτοβουλίες σε ζωντανές θεατρικές παραστάσεις.

– Πώς είναι η κατάσταση στο εξωτερικό συγκριτικά με την Ελλάδα;

Υπάρχουν χώρες με παράδοση στην ακουστική περιγραφή, όπως η Αγγλία, που έβγαλε έναν μεγάλο οδηγό με κατευθυντήριες οδηγίες το 2000. Υπάρχουν, δηλαδή, χώρες στις οποίες η ακουστική περιγραφή αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στην όπερα και σε μουσεία. Άλλες χώρες πάλι έχουν κάνει κάποια βήματα, χωρίς, όμως, η υπηρεσία να έχει ενσωματωθεί πλήρως στην καθημερινότητα. Μεταξύ άλλων, στην Ισπανία και την Αγγλία διατίθενται και μεταπτυχιακά προγράμματα οπτικοακουστικής μετάφρασης που περιλαμβάνουν την ακουστική περιγραφή. Στην Ελλάδα γίνεται μια εισαγωγή στην ακουστική περιγραφή στο πλαίσιο του μαθήματος «Οπτικοακουστική Μετάφραση» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμη της Μετάφρασης» του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχουν ήδη εκδοθεί ευρωπαϊκές και διεθνείς οδηγίες και κανονισμοί που παροτρύνουν τους αναμεταδότες να παρέχουν τουλάχιστον ένα τμήμα του οπτικοακουστικού τους υλικού με ακουστική περιγραφή, οπότε πιστεύω ότι αναγκαστικά η αγορά θα ακολουθήσει, απλώς παίρνει χρόνο. Είμαι αισιόδοξη ότι αυτό το κίνημα που έχει γίνει κανονικότητα σε άλλες χώρες, αργά ή γρήγορα, θέλοντας και μη, θα γίνει και στην Ελλάδα.

– Η ακουστική περιγραφή θεωρείται μετάφραση; Τι εκπαίδευση θα πρέπει (αν πρέπει) να έχει λάβει ένας ακουστικός περιγραφέας;

Ακαδημαϊκά, η ακουστική περιγραφή εντάσσεται στην οπτικοακουστική μετάφραση. Είναι μετάφραση, και δη διασημειωτική, γιατί μετακινούμαστε από ένα σημειωτικό σύστημα σε ένα άλλο και από ένα επικοινωνιακό κανάλι (κυρίως από το οπτικό και μη λεκτικό) στο ηχητικό-λεκτικό, που είναι ο εκφερόμενος λόγος. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια μεταφραστική διαδικασία. Όσον αφορά το κομμάτι της εκπαίδευσης, σίγουρα ένα άτομο με μεταφραστικές σπουδές –και ειδικότερα στην οπτικοακουστική μετάφραση– μπορεί να αντιληφθεί και να διαχειριστεί κάποια στοιχεία καλύτερα, όπως είναι οι χωροχρονοκοί περιορισμοί, που αποτελούν κατεξοχήν ίδιον του υποτιτλισμού. Όποιος έχει ασχοληθεί με τον υποτιτλισμό, έχει μία οικειότητα με τη σύμπτυξη των νοημάτων. Ο ακουστικός περιγραφέας, επίσης, θα πρέπει να έχει ένα ευρύ λεξιλογικό πλαίσιο – γι’ αυτό και η ακουστική περιγραφή γίνεται συνήθως στη μητρική γλώσσα. Πρέπει να γνωρίζει τους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, για να μπορεί να συμπτύξει νοήματα και ταυτόχρονα να μπορεί να επιλέξει τη λέξη εκείνη η οποία θα αντικατοπτρίζει καλύτερα το νόημα που απεικονίζεται στην οθόνη και κατ’ επέκταση θα βοηθήσει στην οπτικοποίησή του στο μυαλό των αποδεκτών. Συνεπώς, ένα υπόβαθρο στις μεταφραστικές σπουδές σού δίνει ένα δεδομένο προβάδισμα. Από κει και πέρα, έχει να κάνει με το προσωπικό ταλέντο του καθενός και με το πόσο έχει τη διάθεση να μελετήσει, γιατί πρόκειται για μια διαδικασία που φαίνεται απλή, αλλά είναι πολυδαίδαλη και απαιτεί αρκετή μελέτη.

– Ποια ήταν η αποδοχή των ταινιών που έχεις περιγράψει ακουστικά; Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού στις προβολές που έχουν διοργανωθεί στο πλαίσιο της έρευνάς σου;

Κατ’ αρχάς, ήταν πολύ ωραία η αίσθηση να βλέπεις αμέσως το αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου, δηλαδή την αντίδραση του κοινού σε αυτό που έχεις κάνει. Οι κριτικές που έχουμε λάβει ήταν πολύ ενθαρρυντικές. Το κοινό ενθουσιάστηκε με αυτή την πρωτοβουλία. Πρέπει να αναφέρουμε, όμως, ότι, επειδή πρόκειται για κάτι που δεν προσφέρεται τακτικά, και επειδή το κοινό δεν είναι συνηθισμένο στο να βλέπει ακουστικά περιγραμμένα προϊόντα, στη αρχή υπήρχε δυσπιστία και λιγότερη προσέλευση, κάτι το οποίο, όμως, άλλαξε κατά τις επόμενες προβολές. Το κοινό έμεινε πολύ ευχαριστημένο. Είναι πολύ όμορφο να σου δίνουν «παραγγελιές» για επόμενες προβολές ή να σου λέει κάποιος ότι είδε την ταινία χάρη στην περιγραφή σου. Τότε νιώθεις ότι με δύο ώρες πραγματικά έφτιαξες το πρωινό κάποιου, και είναι πολύ συγκινητικό αυτό.

– Δεδομένου του ότι δεν υπάρχει στο περιβάλλον σου κάποιο άτομο με προβλήματα όρασης, τι ήταν, εν τέλει, αυτό που σε ώθησε να ασχοληθείς με την ακουστική περιγραφή;

Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω μετάφραση, είχα στον νου μου ότι θα γίνω διερμηνέας – και έχω σπουδάσει και διερμηνεία. Ερχόμενη στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού σε επαφή με την οπτικοακουστική μετάφραση, που πάντα με ενδιέφερε, όπως και η διασημειωτική μετάφραση, άκουσα για πρώτη φορά ότι υπάρχει αυτή η υπηρεσία. Μέχρι τότε δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το εάν τα άτομα στα οποία η εικόνα είναι απροσπέλαστη έχουν δυνατότητα πρόσβασης στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία. Ταρακουνήθηκα πάρα πολύ με το γεγονός ότι πρόκειται για έναν τομέα που είναι άγνωστος ακόμα και σε άτομα που σπουδάζουν μετάφραση, και αυτό με έκανε να νιώσω πόσο πίσω είμαστε. Πέρα, λοιπόν, από το προσωπικό μου ενδιαφέρον για το αντικείμενο και από το γεγονός ότι συνδυάζει την αγάπη μου για το σινεμά, την αγάπη μου για τη μετάφραση και την αγάπη μου για τη δημιουργία, ένιωσα ότι έχω ένα χρέος, ένα χρέος να συνδράμω έστω και λίγο, όσο μπορώ. Πιστεύω, ακόμη, πως όσο γίνονται τέτοιες πρωτοβουλίες, όσο δημιουργείται ελληνική βιβλιογραφία, όσο εκπαιδεύεται το κοινό, όσο επικοινωνείς με το κοινό, τότε ίσως κάποια στιγμή να είμαστε αρκετοί οι ακουστικοί περιγραφείς και να μπορούμε να ασκήσουμε πίεση, έτσι ώστε η ακουστική περιγραφή να καταλαμβάνει ουσιαστική θέση στην κοινωνία και να μην είναι κάτι που παρέχεται χαριστικά. Όταν είδα την αντίδραση του κοινού στην προβολή που είχε γίνει στο πλαίσιο της διπλωματικής μου, είπα: «ωραία, τώρα πάμε να κάνουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο, να προσφέρουμε περισσότερες ταινίες, να επικοινωνήσουμε περισσότερο με το κοινό».

– Και τώρα που τέλειωσες με το διδακτορικό; Θα συνεχίσεις να περιγράφεις ακουστικά κινηματογραφικές ταινίες;

Αυτό είναι το όνειρο! Για την ακρίβεια, υπάρχουν δύο όνειρα. Το ένα όνειρο είναι να ασχοληθώ ακαδημαϊκά με το αντικείμενο, διδάσκοντάς το σε ένα πρόγραμμα το οποίο θα είναι αφιερωμένο στην ακουστική περιγραφή ή σε ένα πρόγραμμα οπτικοακουστικής μετάφρασης που θα περιλαμβάνει μάθημα ακουστικής περιγραφής. Το άλλο όνειρο είναι, παράλληλα με το πρώτο, να εργάζομαι ως ακουστική περιγραφέας στον κινηματογράφο.

 

Όταν ένα συνέδριο πραγματοποιείται Παρασκευοσαββατοκύριακο, την τελευταία μέρα, συνήθως, λίγοι εισηγητές και ακροατές είναι ακόμα εκεί. Η εισήγηση της Ευαγγελίας Λιάκου σε εκείνο το συνέδριο στην Κύπρο έπεφτε Κυριακή απόγευμα, και, αν θυμάμαι καλά, ήταν και η τελευταία. Κι όμως: η αίθουσα ήταν γεμάτη, το κοινό ενθουσιασμένο και ζωηρό, κι εκείνη απολαυστική, με λόγο μεστό και ουσιαστικό. Είναι αυτό που λέμε, πολλές φορές, ότι μερικοί άνθρωποι ακτινοβολούν τον σκοπό για τον οποίον είναι πλασμένοι...


Μοιράσου το με αγαπημένους σου