«Εσείς είστε πρώτα;» με ρωτάει.
«Περάστε εσείς, κυρία, περάστε» της απαντάω.
Μου λέει «ευχαριστώ» και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα κοιτάει το καλάθι που κρατάει στο χέρι της και σηκώνει λίγο το πακέτο με τις χαρτοπετσέτες που καλύπτει τα υπόλοιπα ψώνια. Στρέφει εμφανώς το καλάθι προς το μέρος μου, κι εγώ διακρίνω με μια γρήγορη, ντετεκτιβική ματιά μία μεγάλη Φάντα λεμόνι, ένα γάλα του ενός λίτρου, μία συσκευασία φουντούνια, ένα κομμάτι κίτρινο τυρί κι ένα κομμάτι σαλάδο, που οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτό πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από τη φράση «με το συμπάθιο».
«Λίγα πράματα έχω, δεν θα σας καθυστερήσω».
Ως εδώ, φαινομενικά, όλα πάνε καλά. Με άνεση όμως που δεν δικαιολογείται από την εμπειρία μου, λέω: «Μην αγχώνεστε, δεν βιάζομαι».
Η ηλικιωμένη κυρία χαμηλώνει το βλέμμα, κι ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός βγαίνει από τη μύτη της. Κάποιος ανιχνευτικός μηχανισμός μου τον αντιλαμβάνεται. Δεν χτυπάει ακριβώς ο συναγερμός, αλλά ένα προειδοποιητικό, πορτοκαλί λαμπάκι που κάνει ένα διακριτικό «μπιπ μπιπ».
«Εγώ, παλικάρι μου, πάντα βιάζομαι, δυστυχώς» απαντάει.
Το πορτοκαλί λαμπάκι μεμιάς γίνεται μια μεγάλη, κόκκινη λάμπα πυρακτώσεως που αναβοσβήνει, ενώ δίπλα της ένα τεράστιο μεγάφωνο ξελαρυγγιάζεται. Το κέντρο ενσυναίσθησης ενεργοποιείται και βαρύθυμα αναλαμβάνει υπηρεσία.
«Τον έχω σπίτι με οξυγόνο. Πέντε χρόνια τώρα...»
Σφίγγω με σεμνή ένταση τα χείλη και ενώνω τα φρύδια χαμηλώνοντάς τα, για να δείξω ότι αντιλαμβάνομαι ήδη τη σοβαρότητα της κατάστασης, τόσο της δικής της όσο και της δικής μου. Ταυτόχρονα, ένα ελαφρώς τραβηγμένο «ωχ» –αυτό της κατανόησης, όχι αυτό της δυσάρεστης έκπληξης– επισφραγίζει την ευαισθησία μου.
«Άφηκέ με, τι έχω τραβήξει, αγάπη μου...», πάει και ο πληθυντικός, «... τέσσερα χειρουργεία έχουμε κάμει. Κι όχι εδώ. Πότε Γιάννενα, πότε Αθήνα».
«Δύσκολες καταστάσεις, θέλουνε πολύ κουράγιο και μεγάλη αντοχή».
Σίγουρη φράση, ταιριάζει παντού. Σαν κι εκείνες τις προκάτ εισαγωγικές παραγράφους που έδιναν τα φιλολογικά φροντιστήρια για την Έκθεση στις Πανελλήνιες.
«Άμα θέλει κουράγιο; Εγώ ξέρω μόνο, παιδί μου, τι έχω περάσει και τι περνάω. Κι όλα μοναχή μου. Να μην πυτίχουνε αυτά σε κανένανε. Με φάγανε τόσα χρόνια τα νοσοκομεία. Έτσι ήμουνα παγιά...» λέει και μου δείχνει τον δείκτη του χεριού της, «... μα τον Άι Σπυρίδωνα, και τώρα έχω καταντήσει ογδοήντα κιλά, σαν τη χοντρή του θησαυρού» συμπληρώνει, και το βλέμμα μου απαγκιστρώνεται για μισό δευτερόλεπτο από το δικό της και γλιστράει προς το καλάθι της, αναζητώντας αυθόρμητα τα φουντούνια και το σαλάμι Κερκύρας.
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, το να κοιτάς στα μάτια αυτόν που σου μιλάει, είναι παραπάνω από τη μισή δουλειά. Άλλοι κοιτάνε κάθε τρεις και λίγο τα παπούτσια τους, το άπειρο, δεξιά αριστερά, το ρολόι, το κινητό... Εγώ προσπαθώ να κοιτάω σταθερά στα μάτια τον ομιλητή. Δείχνει ότι σέβεσαι. Ανεξαρτήτως του πόσο συμπάσχεις. Που εγώ συνήθως συμπάσχω, βέβαια. Είμαι λίγο μαζόχας.
Το βλέμμα λοιπόν, μικρά νεύματα με το κεφάλι, εκφράσεις των χειλιών... Όλα αυτά δείχνουν στον άλλον ότι έχει την αμέριστη προσοχή σου. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να πω κουβέντα. Οι περισσότεροι θέλουν κατά πρώτο λόγο απλώς να αποφορτίσουν τον καημό τους, να κοινοποιήσουν σε κάποιον τα βάσανά τους, όχι γιατί έτσι αλαφρώνουν αυτά. αλλά γιατί αλαφρώνουν για λίγο αυτοί. Δεν χρειάζονται, ας πούμε, να τους πω τι έχω περάσει κι εγώ, ώστε να σκεφτούν «ααα… περνάνε κι άλλοι δυσκολίες». Όχι. Θέλουν απλά κάποιον να αναγνωρίζει το δικό τους βάρος.
Όπως κατάλαβες, είμαι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που έχουν το σύνδρομο του «προσφιλούς ωτός». Δεν είναι μόνο οι γνωστοί και οι φίλοι που μου εκμυστηρεύονται εύκολα τον πόνο τους, αλλά κυρίως οι παντελώς άγνωστοι σε μέρη που δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ξέρεις, σούπερ μάρκετ, καλή ώρα, τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, ταχυδρομεία και τέτοια. Για κάποιον λόγο, από όλους εκεί μέσα, θα επιλέξουν εμένα, και αν τους δώσω την αφορμή, θα ξεκινήσουν. Και συνήθως τους τη δίνω.
Και θα μου πεις, γιατί δεν κοιτάζω κι εγώ το ρολόι μου ή το κινητό μου, μπας και αποθαρρυνθούν; Κι όμως, δυσκολεύομαι να το κάνω. Επειδή γενικά έχω μια καλή ζωή, χωρίς ιδιαίτερες ατυχίες, νιώθω ότι έχω μία αγνώστω αναθέτη υποχρέωση να κουβαλάω για λίγα λεπτά τους μικρούς, μεσαίους ή μεγάλους σταυρούς των άλλων. Κάποιο αναλογούν μερίδιο ατυχίας που δεν μου έχει αποδοθεί άμεσα, μου δίνεται έμμεσα σε μικρές, ανώδυνες δόσεις. Όχι ότι δεν έχει μια ψυχολογική φθορά το να είσαι σιωπηλός και προσηλωμένος ακροατής των προβλημάτων των άλλων, αλλά όπως και να ’χει, όταν φύγουν αυτοί, φεύγει μαζί και το πρόβλημα.
Και πάλι, θα μου πεις εσύ, μήπως όλο αυτό δεν είναι μόνο δείγμα ευαισθησίας κι ενσυναίσθησης, αλλά και μιας μεσσιανικής μεγαλομανίας; Ξέρω γω… Τι να σου πω… Μπορεί κι έτσι.
Τέλος πάντων, σε πήρα κι εγώ μονότερμα! Δεν είπαμε ούτε τα… Α! Σου κάνει νόημα η ταμίας να περάσεις στο «4», είναι άδειο. Ωχ, σόρι, δεν είδα ότι μιλάς στο τηλέφωνο.