Έψαξα λοιπόν παντού για να τα βρω και δεν τα έφθανα, όχι έτσι όπως τα ήθελα.
Φίλησα το κενό μέσα μου παθιασμένα.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια σαν παλιοί εραστές.
Και τελικώς τι άλλαξε;
Τις ίδιες ρωγμές είχαμε, το ίδιο γκρεμισμένοι ήμασταν.
Κλάψαμε για τον χρόνο που χάσαμε και αυτόν που αναπόφευκτα θα φύγει από τα χέρια μας σαν χείμαρρος αφυλάκιστος.
Απροσδιόριστοι λυγμοί για μία πραγματικότητα πόνου που μας σήκωσε ψηλά μόνο και μόνο για να μας χαϊδεύει σχεδόν νεκρούς μετά την πτώση.
«Το να φαντάζεσαι μία ζωή δίπλα μου από το να κυλιόμαστε μαζί στην τραχύτητα της ύπαρξής μας δεν είναι το ίδιο. Έρχομαι εγώ, η πράξη, με μαχαίρι να σφαγιάσω την ισότητά μου με τη θεωρία».
Έτσι μου είπε. Έτσι το άκουσα εγώ τουλάχιστον. Ποτέ δεν κατάλαβα κάποια ανείπωτα όνειρα που ήθελε τόσο πολύ να οραματιστώ.
Χάθηκα στους δρόμους τους καυτούς και προσπαθούσα με πληγές στο πρόσωπο και με τις μάσκες μας, να βρεθούμε σε έναν κοινό, άδειο χώρο και να χορέψουμε αληθινά μαζί έναν χορό απροσδόκητα χορταστικό.
«Να μεστωθούμε ο ένας με τον άλλον. Να αγγιζόμαστε και να σπάμε εγώ σε στάχτη και εσύ σε φωτιά. Χωρίς κόκκινα, ερεθισμένα δέρματα από τη βία και φλέβες φουσκωμένες –θαρρείς και ήταν βουνά αταξίδευτα– από τους λυγμούς της φρίκης και της προσωπικής ταπείνωσής μας».
Η σιγή της σκέψης. Οι σκέψεις χαρτιά που καίγονται. Τα καις εσύ με μανία.
Εγώ λουλούδι είμαι. Κόκκινο. Όχι, άσπρο. Όχι! Διαφανές. Σε παρακαλώ, κοίταξέ με και πες μου, καρδιά ή μήτε κάτι άλλο υπάρχει μέσα μου;
«Ας διαλογίσουμε στα σώματά μας όλα εκείνα που ζήσαμε, Κενό. Θα χάσουμε ξανά και οι δύο. Θα χάνω μέχρι να μην μπορώ πλέον να με βρω – κρυμμένος στο έδαφος – πίνοντας λάσπη από χώμα και ιδρώτα, βουλιαγμένος σε θάλασσες που εγώ ο ίδιος με τα δάκρυα και τα σάλια μου δημιούργησα».
Αρνήθηκε.
Άραγε πόσο σπασμένα είναι τα κομμάτια μου;
Πόσο πιο μακριά το ένα από τ’ άλλο;