Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα τις κόψω τελείως τις πτήσεις, αλλά για την ώρα εξακολουθώ να πετάω πότε πότε. Περισσότερο από συνήθεια και για χαλάρωση, βέβαια, παρά λόγω του… ιερού καθήκοντος. Παλιότερα, τον πρώτο καιρό, το παράκανα λίγο, το ομολογώ. Χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη για επέμβαση, απογειωνόμουν, και άμα περνούσα πάνω από πολύ κόσμο, έκανα και την επίδειξή μου, κάνα ρολ-όβερ, κάνα σόνικ-μπουστ, να τραβήξω βλέμματα κι επιφωνήματα, να πάρω αυτοπεποίθηση.
Έναν μήνα το πολύ κράτησε αυτή η φάση, ο ενθουσιασμός του ρούκι. Ύστερα όλα γίνονταν πιο διακριτικά. Σύντομα άλλαξε κι η στολή, από έξι χρώματα περιορίστηκα στα δύο: μπλε, γκρι. Τώρα πια ούτε στολή δεν φοράω. Τρέκινγκ αθλητικά, τζιν, φούτερ, αντιανεμικό μπουφάν, όλα σλιμ-φιτ, και τη μάσκα που δεν την αποχωρίζομαι ποτέ, γιατί μου την έραψε η μάνα μου πριν ξεκινήσω τις αποστολές.
Δεν υπάρχει καν λόγος να φοράω στολή, εδώ που τα λέμε. Πρώτον, δεν υπάρχουν πλέον τηλεφωνικοί θάλαμοι –ντρέπομαι να βγαίνω από το διαμέρισμα απευθείας ντυμένος– και δεύτερον, δεν υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι που να ρίχνουν ματιές προς τα ψηλά. Για ποιον να τη φορέσω, λοιπόν; Παλιότερα οι απελπισμένοι ύψωναν τα χέρια και το βλέμμα προς τον ουρανό ζητώντας ένα θαύμα. Και μπορεί να έβλεπαν κι εμένα να περνάω και να αναθάρρευαν λιγάκι. Τώρα κανείς δεν σηκώνει κεφάλι. Αναρωτιέμαι πού το ψάχνουν το θαύμα. Στην άσφαλτο; Στην οθόνη του τηλεφώνου τους;
Μοναδική εξαίρεση τα παιδάκια. Αυτά ακόμα με βλέπουν να περιπολώ πάνω από την πόλη και με χαιρετάνε χαμογελώντας, με τα μάτια γουρλωμένα. Παρότι είναι δύσκολο να εκτιμήσεις το ύψος του ανθρώπου όταν είσαι τόσο ψηλά, τα μικρά τα καταλαβαίνω πάντα, γιατί χαιρετάνε με ολόκληρο το χέρι, η κίνηση ξεκινάει από τον ώμο. Οι πιο μεγάλοι με το ζόρι το σηκώνουν από τον αγκώνα. Βέβαια, κι εκείνα μέχρι να πάνε πέντε έξι χρονών. Μετά με το ζόρι λένε ένα «γεια». Μόνο μου ζητάνε, χωρίς πολλές ευγένειες, να ρίξω ακτίνες από τα μάτια, να σηκώσω και να πετάξω καμιά νταλίκα, να γκρεμίσω κάνα σχολείο, κι άλλα τέτοια χαζά. Αυτά βλέπουν, βέβαια…
Αυτά έβλεπε καμιά φορά κι ο πατέρας μου στην τηλεόραση και μου ’πε μια μέρα του Μάη, πριν από τις Πανελλήνιες:
- Πήγαινε, παιδί μου, στην Αμερική να προκόψεις. Με το χάρισμα που έχεις πρέπει να πας οπωσδήποτε σε αυτές τις Μάρβελ και τις Σι-Ντι.
- Τι «Σι-Ντι», ρε πατέρα! «Ντι-Σι» λέγεται!
- Όπως και να τη λένε, εκεί πάνε τόσοι και τόσοι και γίνονται πάμπλουτοι. Κάθε χρόνο κι ένα έργο. Καλύτεροι είναι αυτοί από εσένα, γιε μου;
- Το ’χω σκεφτεί το θέμα. Δεν θέλω να πάω εκεί να κάνω καραγκιοζιλίκια και ψευτιές. Θέλω να μείνω εδώ και να βοηθάω τον πραγματικό κόσμο σε πραγματικούς κινδύνους.
- Άμα μείνεις εδώ, τι θα απογίνεις, καμάρι μου; Θα σου δίνουν ένα ψωροεπίδομα Σωτήρος, άντε να σου δώσουν και καμιά άδεια για περίπτερο όταν πας πενήντα, και την εθνική σύνταξη όταν γίνεις εβδομήντα.
Φυσικά, δεν τον άκουσα κι είμαι ακόμα εδώ. Όχι ότι το μετάνιωσα που δεν πήγα στα στούντιο. Ίσως μόνο λίγο, επειδή έχασα την ευκαιρία να γνωρίσω τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Αν δούλευα κι εγώ για τη Μάρβελ, πιστεύω ότι θα ήμασταν ζηλευτό ζευγάρι εντός κι εκτός πλατό… Τον προηγούμενο μήνα πήγα στον «Ορφέα» να τη δω στη Μαύρη Χήρα. Δεν το είπα στον πατέρα μου, φυσικά, γιατί θα με άρχιζε στο κήρυγμα πάλι. Μετά την ταινία, αντί να γυρίσω σπίτι, πέταξα χαλαρά για μια ολόκληρη ώρα, αναλογιζόμενος πώς θα ήταν, αν… Ήμουν τόσο απορροφημένος από τις σκέψεις μου που δεν πρόσεξα καν μία ληστεία σε εξέλιξη, ακριβώς από κάτω μου.
Τι να πεις… Η αλήθεια είναι πως έχω ξενερώσει κάπως. Με νευριάζει πλέον το γεγονός πως πολλοί μοιάζουν να βαριούνται να σωθούν. Ακόμα κι όταν βρεθούν σε κίνδυνο, παρουσιάζουν μια αφασία, δεν κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν κι αυτοί τους εαυτούς τους. Μέχρι την ύστατη στιγμή θεωρούν δεδομένο ότι θα έρθω εγώ να τους σώσω, ότι είναι –και καλά– δική μου υποχρέωση. Κι αν έχω φτάσει κάποτε στο παρά ένα, έχει τύχει να μου την πουν κιόλας που καθυστέρησα. Ήμαρτον! «Πόσα κομμάτια να γίνω, δηλαδή!», που λέει κι η μάνα μου.
Για να μην αναφέρω και τον άλλον τον τυπά που πήγα να σώσω στο Αεροδρόμιο πέρυσι. Είχε καταρρεύσει ένα μεγάλο τμήμα της ψευδοροφής –«Γερμανοί επενδυτές» σου λέει ο άλλος– στον χώρο αναμονής στις αναχωρήσεις, κι αυτός παγιδεύτηκε ανάμεσα στον πλαϊνό τοίχο, τα διαγωνίως πεσμένα κομμάτια και κάτι καλώδια ρεύματος που κρέμονταν από την οροφή σαν τα κλαδιά που χρησιμοποιούσε ο Ταρζάν για τις βόλτες του στη ζούγκλα.
Σήκωσα με δυσκολία το τεράστιο κομμάτι που τον σκέπαζε και του ζήτησα με αγωνιώδη πνιχτή φωνή μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου να συρθεί από κάτω και να βγει. Αυτός, όταν έφτασε με έρπινγκ κοντά μου, γύρισε ανάσκελα, έστρεψε το κινητό του προς εμένα κι άρχισε να τραβάει βίντεο κατενθουσιασμένος. «Προχώρα, ρε μαλάκα» του είπα χαμηλόφωνα και με ζόρι. «Κράτα το λίγο ακόμα, το κάνω άπλοουντ ταυτόχρονα» απάντησε με εκνευριστική άγνοια κινδύνου. Είχα ήδη αρχίσει να ιδρώνω και τα χέρια μου να γλιστράνε. Με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα στο δεξί, δεν άντεξα πολύ ακόμα, μου γλίστρησε η ψευδοροφή από τα χέρια κι ο τύπος έγινε μαρμελάδα. Ό,τι προεξείχε άθικτο από τις πλάκες αποτελούσε ένα θέαμα εξίσου αποτρόπαιο με το μέρος του κορμιού που πλέον δεν φαινόταν: τα πόδια του κάτω από τα γόνατα, με ψηλές άσπρες αθλητικές κάλτσες και μπλε σαγιονάρες Αντίντας, χωρίς διχάλα.
Κρίμα για το παιδί, αλλά δεν ντρέπομαι πλέον να εξομολογηθώ ότι, παρά την εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη επιχείρηση, ένιωσα ενστικτωδώς στην αρχή, πιο συνειδητά αμέσως μετά, ότι η εξοργιστική μόδα εκείνης της εποχής υπέστη ένα μικρό πλήγμα σε αυτή την περίπτωση. Όπως κατάλαβα αργότερα, η πτώση του κομματιού που κρατούσα πρέπει να του διέλυσε και το τηλέφωνο, εκτός από το χέρι, το κρανίο και τα λοιπά, και να μην ολοκληρώθηκε το ανέβασμα του βίντεο. Δεν έμαθα ποτέ ότι κυκλοφόρησε στο ίντερνετ.
Η πρώην μου η Τζοάν (η μάνα της από τη Βόρεια Καρολίνα, ο πατέρας της από το Βελβεντό ή το Κριμίνι), αναπληρώτρια Αγγλικού για δύο χρόνια εδώ, μου καταλόγιζε, εκτός από το ότι είμαι αιθεροβάμων, ότι είμαι επίσης ντεμέκ σούπερ ήρωας, γιατί τελώ εν πλήρει ανυπαρξία στα σόσιαλ μίντια. Μου έδειχνε προφίλ άλλων χαρισματικών ανθρώπων ανά τον κόσμο και με προειδοποιούσε πως αν δεν αλλάξω μυαλά, θα με αφήσουν πίσω οι εποχές. Εγώ τα αποφεύγω αυτά όπως ο διάολος το λιβάνι. Ή όπως ο Σούπερμαν τον κρυπτονίτη. Πάντως, το Τζοανάκι απ’ το Κριμίνι ή απ’ το Βελβεντό ήταν κυνικό, αλλά είχε δίκιο. Οι καιροί... ου μενετοί, ακόμα και για τους σούπερ ήρωες, αν και η ίδια την έκανε νωρίτερα, δείχνοντας λιγότερη υπομονή κι από αυτούς τους καιρούς…
Τέλος πάντων, επειδή κι εγώ δεν είμαι τελείως χαζός, έβλεπα πού πήγαινε το πράγμα κι «είχα τ’ αμέντι μου», που λένε. Ειδικά όταν έμαθα από έναν σωσμένο μου, μέσα από το Υπουργείο, ότι η Πυροσβεστική οδεύει προς ιδιωτικοποίηση κι ότι η προσωποπαγής θέση που μου έχουν δώσει τιμής ένεκεν θα καταργηθεί αργά ή γρήγορα, σκέφτηκα «τραβάτε σωθείτε μόνοι σας» και βρήκα δουλειά ως αποθηκάριος στα Λιντλ. Πολύ ελαφρύτερα βάρη από αυτά που είχα συνηθίσει. Ο μισθός, βέβαια, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά ούτως ή άλλως δεν έχω να πληρώνω και βενζίνες, όπως οι κοινοί θνητοί.
Τις σωστικές επεμβάσεις δεν τις έκοψα σπαθί –είναι και το φιλότιμο– αλλά εν τέλει τις έκοψα κι αυτές. Είχε σβήσει πια η σπίθα. Η τελευταία φορά ήταν όταν ένα κοριτσάκι μου είπε: «κύριε, φοράτε λάθος τη μάσκα σας. Δεν καλύπτουμε τα μάτια. Το στόμα και τη μύτη προστατεύουμε».
Όπως είπα και στην αρχή, τις ελεύθερες πτήσεις τις κάνω ακόμα πότε πότε. Όταν βραδιάσει κάνα Σάββατο, καμιά Κυριακή, ή έπειτα από ευρωπαϊκό αγώνα του Ολυμπιακού, για να φύγει η ένταση. Πετάω αργά αργά και βλέπω απέναντι τα φώτα της Εγνατίας που χάνονται στα ανατολικά και σκέφτομαι πως είναι τα φώτα του Μπέρμπανκ στην Καλιφόρνια…
Ναι, το ξέρω ότι αυτό είναι δυτικά, αλλά και ανατολικά να πας, πάλι θα το βρεις. Απλά θα πάρει περισσότερη ώρα.