Υπάρχουν τόποι – έλεγες – που σταματά το ένα πόδι να κυνηγά το άλλο. Εκεί, το σώμα ανασαίνει με κάτι περισσότερο από τα πνευμόνια του.
Φίλε, θυμάσαι;
Σ’ αυτούς τους τόπους του παλιούς πολεμήσαμε τους κυνηγούς της ευτυχίας μας
με πίστη,
με νερό,
μ’ άνεμο αντίθετο, λάσπη καθίζουσα
– όμως πάντα μαζί.
Άραγε τελικά, ήσουν εσύ το σπαθί και εγώ το ζωνάρι που το συγκρατούσε ή το ανάποδο;
Φίλε, θυμάσαι;
Κυλιστήκαμε μαζί στην τραχύτητα της ύπαρξής μας,
με ιερή αναγκαιότητα την αγάπη.
Κι έπειτα βγαίναμε πού και πού να πάρουμε ανάσα σωτήρια.
Είτε νικημένοι είτε νικητές, ποιος ξέρει;
Τότε, ποιος νοιαζόταν άλλωστε;
Φίλε, θυμάσαι;
Που σου μίλησα γι’ αυτό
– ξέρεις εσύ ποιο –
Και με κοίταξες με υγρά τα μάτια σου να παίρνουν από πάνω μου όλον μου τον πόνο, ασύδοτα με άφηνες να σκορπώ σ’ αυτά, όλο αυτό το βάρος που είχα μέσα μου και δεν ήξερα τι να το κάνω.
Μεστωθήκαμε με αφέλεια,
αυτή τη χαζή και τρομακτικά πραγματική,
δηλαδή αφέλεια παιδική.
Ανέκαθεν ήθελα το σύμπαν ολόκληρο ενώ αυτό που είχα πάντα ήταν το μικρό,
σχεδόν σβησμένο,
αστέρι μέσα μου.
Φίλε, θυμήσου,
κάποτε
υπήρξαμε·
φίλοι