(για τη γιαγιά)
Κάπως από υποχρέωση, κάπως από αγάπη, κάπως από συνήθεια,
ήρθα ξανά δίπλα, στο σπίτι σου, με τις πιτζάμες, έτσι ανιαρά να τα πούμε. Μίλα εσύ και εγώ θα ακούω ή έστω ενίοτε θα κάνω ότι σ’ ακούω.
Λίγο να μου κλαφτείς που έχασε ο παναθηναϊκός, λίγο να με μαλώσεις που στην εκκλησία δεν πατάω πότε πόδι ενώ ετοίμαζες το συνηθισμένο μέτριο φαγητό για τον παππού.
Στα λαδερά ήσουν η πρώτη, κρίμα που δεν μου άρεσαν.
-Αλλά δεν φταίτε εσείς, η μάνα σας που δεν σας πηγαίνει να κοινωνήσετε ποτέ φταίει.
Έλεγες και έριχνες ένα σχολαστικό κοίταγμά σου προς το σπίτι της κόρης σου.
Βλέμμα μάνας που μάνα κοίτα.
Γεμάτο προσδοκίες που κάποιες είναι αργά πλέον να εκπληρωθούν.
«Έλα, σταμάτα και σήκω.
Σταμάτα τα παιχνίδια. Γιατί κάνεις σαν παιδί δήθεν πως δεν με θυμάσαι και με κοιτάς με βλέμμα ξένο; Μα ούτε λίγο δεν μεγάλωσες;»
σε ρωτάω.
Αφού όταν έβαζες τα πέδιλα τα πλαστικά, (αυτά τα διαφανή με τρύπες που φοράνε μόνο οι γέροι) στην θάλασσα για να μπεις και ζήταγες την βοήθειά μου τάχα για να μην τσακιστείς στις πέτρες, ποτέ στα αλήθεια δεν στηριζόσουν πάνω μου.
Το χέρι σου απλά το χέρι μου ήθελε να πιάνει
«Έλα, σήκω και σταμάτα
Αφού καλύτερα λες πως είσαι. Τι να το κάνεις το μπαστούνι όταν τις προάλλες κιόλας σάλταρες με μαεστρία κρυφά από την μάνα μας και ξεφύτρωνες από το πουθενά σοκολάτες να μας δώσεις;»
σου λέω.
«Έλα, σήκω και σταμάτα
Σταμάτα να κατσαδιάζεις την θεία, δεν φταίει η κακόμοιρα που έχασε το μυαλό της. Γέρασε απλά η φίλη σου, δεν μένουν όλοι νέοι όπως εσύ»
σου ζητώ.
«Έλα, σήκω και σταμάτα
Σταμάτα να ασχολείσαι με τον αχαΐρευτο τον πατέρα μας, έφυγε, δεν έχει καμία αξία πια.
Έλα να παίξουμε Θανάση, δηλωτή ή έστω μουτζούρη. Έχει έρθει και η Ελίνα και θέλει να σε δει, της έλειψες πολύ λέει. Έλα, σήκω»
σε εκλιπαρώ.
« »
«Άντε καλά. Κοιμήσου.
Να ξέρεις όμως, αυτός θα είναι ο τελευταίος σου χειμώνας.
Καινούρια άνοιξη δεν θα δεις»
σκέφτομαι, δεν λέω.
Και όταν το χέρι μου, το μέτωπό σου έπιασε αισθάνθηκε το κρύο.
Βαρύς χειμώνας έπεσε.
Ακόμα και το βλέμμα του Γιάννη πάγωσε πάνω σου, μορφή καλπάζουσα για άπατα μέρη.
Και η μάνα, η Μαρία σου, άρχισε τα κλάματα και άναψε τσιγάρο.
Για να ζεσταθεί, σκέφτηκα.
«Άντε καλά. Φύγε. Αντίο. Μην σε κρατώ».
(λιγάκι υπομονή όμως να έκανες, θα έμπαινε ο Απρίλης)