Ο χρόνος που μας πέρασε, έφερε στο προσκήνιο της καθημερινής μας ζωής πολλές καινούριες συνήθειες. Η χρήση προστατευτικής μάσκας, η τήρηση των κοινωνικών αποστάσεων, η επιβολή lockdown σε όλη τη χώρα, τα ελαστικά ωράρια εργασίας και η εισαγωγή ιατρικών ανακοινώσεων στην καθημερινή λίστα των σημαντικών ειδήσεων για τη χώρα, είναι μόνο κάποια παραδείγματα.
Έχοντας στο μυαλό μου πως η λίστα μου είναι ελλιπής, θέλω να υπενθυμίσω πως θεσπίστηκαν με όρους καθολικής εφαρμογής σε όλον τον πληθυσμό, ελληνικό και παγκόσμιο. Οι υπεύθυνοι διαχείρισης της κρίσης στη χώρα μας βγήκαν μία μέρα στις αρχές του προηγούμενου Μαρτίου και ανακοίνωσαν την πρώτη καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας. Κι από εκείνη τη μέρα, φαίνεται να περάσαμε το κατώφλι μιας πόρτας που έγραφε: «Καλώς ήρθατε στον τόπο της διαρκούς προσαρμογής».
Ακολουθώντας τις παραπάνω λεκτικές νύξεις, σας καλώ ενεργητικά, με όσα μέσα διαθέτετε (φαντασία, σημειώσεις εκείνης της περιόδου, τραγούδια, ποιήματα, γραπτά), να βρεθείτε μαζί μου σ’ αυτόν τον τόπο. Να δώσετε χώρο και χρόνο στον λογικό και συναισθηματικό σας νου και στην αίσθηση του σώματός σας, για να τον αφουγκραστούν και να τον ενσωματώσουν. Χωρίς να θέλω να είμαι σκληρή, και με καμία πρόθεση να σας κάνω να νιώσετε άσχημα, σας καλώ να μείνετε λίγο ακόμα εκεί.
Τι συμβαίνει; Γιατί συμβαίνει;
Γιατί δεν μπορώ να το δεχτώ;
Γιατί δεν προσαρμόζομαι;
Τι δεν καταλαβαίνω;
Γιατί κυλούν όλα γρήγορα, πριν προλάβω να τα συνηθίσω;
Και νιώθω πως, όσο γράφω, τα ερωτήματα που αναδύονται, είναι πολλά. Προτείνω να κρατήσει ο καθένας αυτά που τον αγγίζουν, και ας πούμε μαζί ένα ήσυχο αντίο (ή ένα βροντερό «στα τσακίδια») στον τόπο αυτόν όπου μας οδήγησαν οι συνθήκες και οι καταστάσεις.
Αυτός ο νέος τόπος, στον οποίο μπαινοβγαίνουμε χωρίς τη θέληση και τη συναίνεσή μας, μας είναι πολύ ανοίκειος, κι ένας βασικός λόγος είναι η απαίτηση για μία διαρκή προσαρμογή μας σε όλα τα νέα δεδομένα που επηρεάζουν τους επαγγελματικούς, προσωπικούς και κοινωνικούς τομείς της ζωής μας. Σ’ αυτή την προσαρμογή κληθήκαμε όλοι μας να αντεπεξέλθουμε και, μιλώντας με σχολικούς όρους, να αριστεύσουμε˙ να γίνουμε όλο και πιο ευέλικτοι, πιο αυτόματοι, λιγότερο αντιδραστικοί.
Αυτή η δεξιότητα δεν είναι όμως έμφυτη στην ανθρώπινη φύση και τις ανάγκες μας για επιβίωση, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Η διαδικασία της νοηματοδότησης των συνθηκών της ζωής, της δημιουργίας, ενός εύληπτου και κατανοητού από το άτομο νοήματος, δηλαδή, είναι ζωτική για την ύπαρξή μας. Είναι η διαδικασία στην οποία επανερχόμαστε κάθε φορά που συμβαίνει κάτι αναπάντεχο στη ζωή μας (π.χ. μία απώλεια) ή και καθημερινά, όταν αποκτάμε νέα δεδομένα για μία κατάσταση που βιώνουμε. Είναι η λειτουργία μέσω της οποίας δίνουμε νόημα στη ζωή και τις πράξεις μας. Είναι ένας τρόπος με τον οποίο συναντιόμαστε με τον εαυτό μας.
Ωστόσο, νιώθω πως δεν πήραμε τον αναγκαίο χρόνο, για να δώσουμε τα δικά μας νοήματα, για να εκφράσουμε τις ανησυχίες μας και, εν τέλει, για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους οικείους μας από μία εκφρασμένη ή μη δυσφορία. Συρρικνωθήκαμε, αγανακτήσαμε, νιώσαμε ένοχοι – και τις περισσότερες φορές χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Μείναμε ξεκρέμαστοι και απωλέσαμε τη σιγουριά μας. Η αναγνώριση αυτή ίσως βοηθάει, ίσως μας σπρώχνει πιο βαθιά, ίσως μας αφήνει παγωμένους. Η πρότασή μου είναι η επικοινωνία του βιώματος στον διπλανό μας που είναι πρόθυμος ν’ ακούσει. Γιατί το βίωμα δεν ήταν και δεν είναι ατομικό, και γιατί μόνο μαζί μπορούμε να βρούμε το νήμα που θα συνδέσει τα ασύνδετα.
Μέχρις η επικοινωνία να γίνει κοινωνία. Κοινωνία ανθρώπινη, με σεβασμό, προστασία και άκουσμα.