When you explain it, it becomes BANAL.

200 χρόνια κρυφά σχολειά

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο 200 χρόνια κρυφά σχολειά

Πήγα, που λες, τις προάλλες να τρέξω πέντε χιλιόμετρα, μήπως ξαναβρώ επιτέλους τη φόρμα μου. Βγήκα απ’ το σπίτι με το γνωστό πλέον μήνυμα και με το πορτοφόλι με την ταυτότητα να με ενοχλεί στη μικρή τσέπη του αθλητικού σορτς, που –όπως όλα τα αθλητικά σορτς– είναι φτιαγμένο για τρέξιμο, αλλά δεν είναι φτιαγμένο για να βάζεις στην τσέπη ολόκληρο πορτοφόλι. Αψηφώντας το αίσθημα ότι κάτι πάει στραβά, πήρα δρόμους όσο γίνεται πιο έρημους, με κατεύθυνση το μοναδικό μάλλον γηπεδάκι με ταρτάν για τρέξιμο σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων από το σπίτι μου. Περπατώ συνωμοτικά, κόβοντας κίνηση ποιος βρίσκεται αριστερά δεξιά, ποιος μπορεί να εμφανιστεί στη διασταύρωση. Δεν θα ήθελα να διακόψω την προπόνησή μου για την προβλεπόμενη εξακρίβωση στοιχείων και μηνύματος, παρόλο που δεν κάνω απολύτως τίποτα το παράνομο. Είμαι μέσα στα άκαμπτα όρια των ευέλικτων κανόνων, είμαι σωστός κι ωραίος. Απλά δεν θέλω να βγω από το κλίμα της προπόνησης, δεν θέλω να κρυώσω, να χάσω τον ρυθμό μου. Θέλω μόνο να συγκεντρωθώ στο Τρέξιμο.

Κοιτάζοντας γύρω μου, αντιλαμβάνομαι τις ελληνικές σημαίες που έχουν απομείνει κρεμασμένες σε κάποια από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Σωστά, πέρασε και φέτος η 25η του Μάρτη. Ήταν εντυπωσιακό το θέαμα αυτή τη φορά, το μόνο όμως που απομένει λίγες μέρες αργότερα είναι αυτές οι λιγοστές σημαίες στα μπαλκόνια. Δεν είναι κι άσχημες, βέβαια – δεν είναι όσο συμμετρικές είναι οι αμερικανικές σημαίες σ’ εκείνες τις γειτονιές με τους δρόμους που κάνουν κόμβο και όλοι έχουν μονοκατοικίες, αλλά παρ’ όλα αυτά…

Στο δημοτικό γηπεδάκι, τα τρία κοντάρια των σημαιών με υποδέχονται, και αυτή τη φορά γυμνά, στην είσοδο. Ξεφυσάω, και τα γυαλιά μου θολώνουν λόγω μάσκας, όμως όχι για πολύ, γιατί τώρα βρίσκομαι σε χώρο άθλησης και πρόκειται να αθληθώ. Τους την έφερα, τώρα δικαιούμαι να βγάλω τη μάσκα μου, και τη βγάζω πανηγυρικά.

Στις πρώτες μου διατάσεις εκεί, στην άκρη του ταρτάν, με προσπερνάει ένα μαχίμι καμιά 70αριά χρονών με σορτσάκι και αμάνικο. Χαίρομαι, πάντα χαίρομαι, όταν τρέχει και κάποιος άλλος μαζί μου. Πιστεύω ότι όλοι όσοι τρέχουν αποστάσεις θα έχουν νιώσει μια άμιλλα να ξεθαρρεύει ανάμεσα σε όσους τυχαίνει να τρέχουν εκείνη την ώρα. Σκύβω να πιάσω τις μύτες των ποδιών μου και αναρωτιέμαι αν θα τρέχω κι εγώ τόσο άνετα στα 70 μου. Όταν σηκώνομαι, η εικόνα έχει αλλάξει εντελώς. Τρεις κοπέλες περίπου στην ηλικία μου περπατάνε αργά επάνω στο ταρτάν συζητώντας. Η μία δεν φοράει αθλητικά. Τελειώνω τις διατάσεις μου και αρχίζω να τρέχω. Περνάω τα τρία κορίτσια απαιτώντας με ένα εκνευρισμένο καθάρισμα του λαιμού μου να ανοίξουν μια λωρίδα στο ταρτάν για όσους, ξέρω ’γώ, αθλούνται.

Διακόσια μέτρα παρακάτω, αντιλαμβάνομαι μια παρέα μεσήλικες που έχουν σταματήσει για κουβέντα επάνω στο ταρτάν, πιάνοντας τα τρία τέταρτα του διαδρόμου. Κι αυτοί με αντιλαμβάνονται, αλλά συνεχίζουν να μιλάνε, οπότε τους προσπερνάω ρίχνοντας μια γερή, και καλά ακούσια, σπρωξιά στον έναν, τον ακριανό, που ήταν εντελώς στη μέση του δρόμου. Ακούω ένα «πρόσεχε, ρε!», αλλά βρίσκομαι ήδη εκατό μέτρα μπροστά και προσπερνάω δυο γιαγιάδες 80-85 χρονών που περπατάνε στη μία άκρη και ανταλλάσσουν από καμιά ξέπνοη κουβέντα. Συμπαθητικές γιαγιάδες, από τις πιο σκληρά αθλούμενες σε αυτό το γηπεδάκι.

Έντεκα γύρους αργότερα, είμαι σχεδόν στο τέλος της προπόνησής μου. Κρατάω μια σεβαστή απόσταση πενήντα μέτρα πίσω από τον αθλητικό γέρο, ο οποίος συνεχίζει το τρέξιμό του, ακούραστος, ενώ εγώ μου δίνω κουράγιο πως στον επόμενο γύρο συμπληρώνω πέντε χιλιόμετρα, κι ίσως τρέξω λίγο ακόμα. Έχω προσπεράσει εφτά φορές τις γιαγιάδες και έντεκα τους μεσήλικες που παραμένουν στο ίδιο σημείο. Έχω προσπεράσει ακόμα δύο παιδιά που είχαν βγει για ένα χαλαρό τζόκιν, τρεις φοιτητές που καπνίζουν σ’ ένα παγκάκι στην άκρη του διαδρόμου και ένα ζευγάρι που τσουλάει αργόσχολα στο ταρτάν ένα καροτσάκι με ένα μωρό. Ενώ πλησιάζω τα άδεια κοντάρια των σημαιών, για να μπω στον επόμενο γύρο, κάνω μια απότομη μανούβρα, για να προσπεράσω πρώτα τις τρεις κοπέλες που περπατάνε και για να αποφύγω, δέκα μέτρα μετά, τέσσερις άντρες οι οποίοι χαζολογούν κρατώντας από έναν καφέ σε πλαστικό. Οι αστράγαλοί μου διαμαρτύρονται έντονα και είμαι έτοιμος να κάτσω να μαλώσω με όλους αυτούς που μου χαλάνε την προπόνηση στο μοναδικό γηπεδάκι της πόλης σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων από το σπίτι μου.

Τα μάτια μου πέφτουν στην ανύπαρκτη σημαία στα κοντάρια του δημοτικού γηπέδου και, από ένστικτο, σφίγγομαι και συνεχίζω αμίλητος. Το μυαλό μου παλεύει με την κούραση, τον πόνο και τις σκέψεις των τελευταίων εβδομάδων και ανασύρει τη φετινή επέτειο της 25ης Μαρτίου, τα 200 χρόνια του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τη συγκίνηση, τις ομιλίες, τα αφιερώματα, τις παρελάσεις. Μέσα σε μερικά πονεμένα βήματα, θυμάμαι ξανά, παρατηρώντας τώρα για πρώτη φορά τη χαρακτηριστική έλλειψη μνείας στον μύθο του κρυφού σχολείου. Μπαίνοντας στον 13ο γύρο, θυμήθηκα το πώς τότε, στο Δημοτικό, μας πιπίλιζαν το μυαλό με το κρυφό σχολειό και πώς χρόνια μετά αποδομήσαμε τον μύθο, κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας που τον είχαμε πιστέψει μικροί, συμπεράναμε πως επρόκειτο για προπαγάνδα και κάναμε το όλο παραμύθι στην άκρη.

Πενήντα μέτρα μπροστά μου, ο γέρος δρομέας κάνει στην άκρη και σταματάει κοντά στην παρέα με τους μεσήλικες, σαν κάποιος που έχει εμπειρία από χώρους άθλησης και σέβεται τους γύρω του. Δεν κατάφερα να τον προσπεράσω, έτσι βλέπω το πρόσωπό του μόλις τώρα που κάθεται να μιλήσει με τους γνωστούς του. «Δεν είναι άσχημος μύθος το κρυφό σχολειό» συμπεραίνω, αν θες δηλαδή να εμπνεύσεις έναν λαό να επαναστατήσει για την ανεξαρτησία του. Απλός, συγκινητικός, κατανοητός, ίσως πιο κατανοητός από τα βαριά θεωρητικά έργα των διανοητών της εποχής. Σίγουρα ένας μύθος που θα επηρέασε τους ανθρώπους, θα έδωσε σε κάποιους την ιδέα να συναντηθούν κρυφά, να οργανώσουν την επανάσταση ή έστω να μην αφεθούν μοιρολατρικά στις διαταγές μιας ξένης αυταρχικής δύναμης.

«Ναι, όμορφος μύθος» λέω, προσπερνώντας τους φοιτητές στο παγκάκι. «Ένας μύθος που δεν πρέπει να ξεχαστεί, ένας μύθος που δεν έχει ξεχαστεί». Μπαίνοντας στον 14ο γύρο, προσπερνάω πάλι τους γονείς με το μωρό, αλλά τώρα τα πόδια δεν με κρατάνε και σταματάω λίγα μέτρα μετά. Κάνω στην άκρη, τα μάτια μου πέφτουν στο μωρό. «Κι αυτοί #6 έστειλαν» σκέφτομαι. «Δεν είναι σωστό που πιάνουν το ταρτάν, αλλά ίσως είχαν ανάγκη να πάρουν λίγον αέρα, και το γηπεδάκι δίνει ένα καλό άλλοθι. Ναι, όλοι αυτοί εδώ #6 θα έχουν στείλει» σκέφτομαι και γελάω: όλοι αυτοί ήρθαν να ξεδώσουν λίγο στο κρυφό γυμναστήριο! Φοράω τη μάσκα μου, εύχομαι αυτός ο μύθος να αντέξει άλλα 200 χρόνια και φεύγω, στο στόμα μου ο σκοπός: «ως πότε, παλικάρια, θα ζούμε στα κρυφά»…

Χρόνια μας πολλά!


Μοιράσου το με αγαπημένους σου