Η Κέιτ Γουίνσλετ και η Σίρσα Ρόναν τράβηξαν την προσοχή του κινηματογραφόφιλου κοινού ήδη από τα making of της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Φράνσις Λι, Αμμωνίτης (Ammonite). Η πανδημία ανέτρεψε για άλλη μια φορά τα δεδομένα, και η πρεμιέρα έγινε τον Σεπτέμβρη στο φεστιβάλ του Τορόντο, αντί για το φεστιβάλ των Καννών.
Ο Φράνσις Λι εμπνεύστηκε από τη Μέρι Άνινγκ (Κέιτ Γουίνσλετ), μία παλαιοντολόγο, συλλέκτρια και έμπορο απολιθωμάτων. Η ιστορία της χρονολογείται γύρω στο 1840 στην Αγγλία, και συγκεκριμένα στο Λάιμ Ρέγκις, όπου η Μέρι ζει και φροντίζει της μητέρα της, Μόλι (Γκέμα Τζόουνς). Η Μέρι αναζητά ενδείξεις αρχαίας ζωής στην ακτή μέσω των απολιθωμάτων που ψάχνει, όταν κάποια μέρα επισκέπτεται το κατάστημά της ένας συνάδελφός της, ο Ρόντερικ Μέρτσισον (Τζέιμς ΜακΑρντλ), με τη γυναίκα του, Σάρλοτ (Σίρσα Ρόναν). Ο ίδιος δεν διστάζει να δείξει τον θαυμασμό του προς το έργο της Μέρι, παρόλο που φαίνεται να έχει κι αυτός επιφυλάξεις λόγω του φύλου της. Η Σάρλοτ παρουσιάζεται μελαγχολική, και οι αποφάσεις για την ίδια λαμβάνονται από τον σύζυγό της.
Όταν κάποια στιγμή ο Ρόντερικ πρέπει να συνεχίσει την ευρωπαϊκή του περιοδεία, αποφασίζει να ζητήσει από τη Μέρι να φροντίζει τη Σάρλοτ, μακριά από τους γρήγορους ρυθμούς του Λονδίνου. Η Μέρι θέλει πάρα πολύ να αρνηθεί, όμως η αμοιβή που πρόκειται να της δώσει, την κάνει να το ξανασκεφτεί. Η Σάρλοτ, χωρίς να εκφράζει ιδιαίτερο ενθουσιασμό γι’ αυτή την απόφαση, αποφασίζει να πάει στο σπίτι της Μέρι, και όσο προχωράει η πλοκή, το ειδύλλιο μεταξύ των δύο γυναικών σιγά σιγά αναδύεται. Οι δύο γυναίκες έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, από την ηλικία μέχρι την κοινωνική κατάσταση. Το πάθος τους όμως δεν στέκεται σε αυτές.
Ο Λι τις εμπιστεύεται να δείξουν τον πόθο τους με τη σιωπή. Ακόμα και οι διάλογοί τους, όταν αυτοί υπάρχουν, είναι μικροί. Και οι δύο ανταποκρίνονται με πολύ οικείο τρόπο στη σιωπή, και όλη αυτή η ερωτική και συναισθηματική διαπραγμάτευση μεταξύ τους διαφαίνεται με πολύ απαλό και όμορφο τρόπο στον θεατή. Η Γουίνσλετ «κινείται» με μεγαλύτερη φυσικότητα στον σιωπηλό τους διάλογο και εννοείται πως για μία ακόμα φορά ενσωματώνεται τόσο αληθινά και σχολαστικά στον ρόλο, που ο ίδιος ο Λι φτάνει κυριολεκτικά στο σημείο να μην την αναγνωρίζει.
Η πρώτη ερωτική σκηνή μεταξύ των δύο γυναικών έρχεται πολύ ξαφνικά και γρήγορα, όπως προβλέπεται σε μία κατάσταση ανυπομονησίας που κρύβει ένα έντονο πάθος. Η δεύτερη είναι πολύ αληθινή, αρκετά παθιασμένη και καθόλου σεμνότυφη και επιτηδευμένη. Από τις πιο όμορφες ερωτικές σκηνές που έχω δει, θα έλεγα. Μάλιστα, οι ηθοποιοί ανέλαβαν εξ ολοκλήρου το χτίσιμο αυτών των σκηνών, φτιάχνοντας μια δική τους χορογραφία. Λίγο μετά όμως, τα δεδομένα αλλάζουν. Το τέλος δεν είναι συγκεκριμένο. Αφήνει ερωτηματικά, και η μόνη λεκτική έκρηξη, όσο μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει ως «έκρηξη», πραγματοποιείται λίγο πριν από την τελευταία σκηνή, και μάλιστα καθόλου απρόσμενα, μιας και ο δυναμισμός της Μέρι έχει καταστεί αντιληπτός σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η Μέρι Άνινγκ είναι μεν πραγματικός χαρακτήρας, αλλά η ερωτική της ζωή, έτσι όπως παρουσιάζεται από τον Λι, αμφισβητείται από τους απογόνους της. Άλλωστε, τον Λι δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει τόσο το ιστορικό και βιογραφικό υπόβαθρο της Μέρι, και ούτε χαρακτηρίζει βιογραφική την ταινία του. Τον απορροφά πολύ περισσότερο η σύνδεση που κατάφερε να παρουσιάσει μέσω της σχέσης των δύο γυναικών, ακόμα και όταν η ζωή μοιάζει μονότονη ή μελαγχολική. Όπως η Μέρι εντοπίζει τα απροσδόκητα απολιθώματά της στη βρετανική παραλία, έτσι και η μία εμφανίζεται από το πουθενά στη ζωή της άλλης, δημιουργώντας τέτοια συναισθηματική ένταση, που πράγματι, όπως φαίνεται να διαπιστώνει και ο Λι, τα λόγια αδυνατούν να εκφράσουν.