When you explain it, it becomes BANAL.

Καλύτερα να σου βγει το «αφτί» παρά το όνομα

Κατηγορία: Τέχνη
#Ζωγραφική
Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Καλύτερα να σου βγει το «αφτί» παρά το όνομα

«Το μάτι» λένε, το ξέρω, αλλά, όπως και να ’χει, εδώ ταιριάζει το αφτί.

Ένα ωραίο απόγευμα στην κρύα Γερμανία μιλούσα με μια αγαπημένη φίλη, για να τη συγχαρώ και για την προαγωγή της, και πάνω στα συγχαρητήρια μου εκμυστηρεύτηκε το πόσο «αποτυχημένη» ένιωθε, επειδή ένας από τους προϊσταμένους της εξέφρασε στην έκθεση αξιολόγησης λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε τα δικά του κόμπλεξ, για να το πω με λίγα λόγια. Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή το πήρα απόφαση πως, ό,τι και να κάνουμε στη ζωή, ποτέ δεν θα είμαστε ευχαριστημένοι από τον εαυτό μας, αν νιώθουμε ότι οι άλλοι δεν είναι ευχαριστημένοι από εμάς, δυστυχώς. Αυτή η κουβέντα, σε συνδυασμό και με τις δικές μου ανησυχίες ότι δεν έχω βρει ακόμα τον δρόμο μου σε αυτή τη ζωή, μου έφεραν στο μυαλό τον Vincent van Gogh.

Στις μέρες μας παίζει να μην υπάρχει άνθρωπος που να μην τον ξέρει ή έστω που να μην έχει δει κάποιο έργο του, καθώς είναι ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Στις δικές του μέρες όμως δεν τον αναγνώριζε σχεδόν κανείς. Το όνομα και τα έργα του απέκτησαν αξία μόνο μετά τον θάνατό του. Ίσως από αυτόν να προήλθε και το κλισέ ότι ο καλλιτέχνης αναγνωρίζεται κυρίως μετά τον θάνατό του, μια στερεοτυπική άποψη που ενστερνίζονται κυρίως άτομα που δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με την τέχνη και τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα πολλές φορές, για να αποτρέψουν τα παιδιά τους από το να ασχοληθούν με αυτή – αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που ίσως κάνουμε σε κάποιο άλλο άρθρο. Γιατί όμως να μην αναγνωριστεί όσο ήταν εν ζωή; Τι άλλαξε μετά τον θάνατό του; Άλλαξε η τέχνη του ή ο ίδιος; Φυσικά, τίποτα από τα δυο, απλώς ίσως άλλαξε το πώς τον έβλεπαν οι άλλοι. Ίσως ο κόσμος άρχισε να εκτιμά το διαφορετικό, ίσως οι κανόνες είναι για να σπάνε και ίσως δεν είμαστε όλοι έτοιμοι την ίδια στιγμή. Κάποιοι δεν είναι έτοιμοι ποτέ και άλλοι είναι από την αρχή, όπως ο Vincent.

Ο Vincent van Gogh (1853-1890) κατάφερε να γίνει μια κατηγορία από μόνος του, όσον αφορά τα καλλιτεχνικά ρεύματα, αλλά, άμα πρέπει οπωσδήποτε να τον εντάξουμε κάπου, θα ήταν στο ρεύμα του μεταϊμπρεσιονισμού. Ωστόσο, όμως, θεωρείται και ο «πατέρας» του εξπρεσιονισμού, αλλά και όχι μόνο, καθώς το έργο του είχε επίδραση τόσο στο μεταγενέστερο κίνημα του φοβισμού όσο και γενικότερα στην αφηρημένη τέχνη. Αλλά ας πάμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, για να είναι πιο κατανοητά. Αρχικά εμφανίζεται ο ιμπρεσιονισμός, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα πρώτα στη ζωγραφική και στη συνέχεια επεκτάθηκε τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη μουσική. Με πολύ λίγα και απλά λόγια, ο ιμπρεσιονισμός προσπαθεί να αποτυπώσει την πρώτη εντύπωση (impression) που σου αφήνει ένα τοπίο, ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή σκηνή. Για αυτόν τον λόγο, τα έργα αυτά κυριαρχούνται από έντονα χρώματα, σχετικά ασυνήθιστες οπτικές γωνίες και έντονους φωτισμούς, καθώς είναι αποτυπωμένα μέσα από τα μάτια και την ψυχοσύνθεση του εκάστοτε καλλιτέχνη. Οι πινελιές στον καμβά είναι εμφανείς, επειδή δεν μας ενδιαφέρει πλέον η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας και οι λεπτομέρειες, αλλά η γενικότερη αίσθηση (τα είχε πει και η Βλαχάκη).

Μέσα από τα έργα αυτού του ρεύματος, είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά στον καλλιτέχνη και να δούμε μέσα από τα μάτια του. Επίσης, είναι το ρεύμα που σπάει τα κλισέ της μέχρι τότε ζωγραφικής και ξεκινάει μια νέα σελίδα, αυτή της σύγχρονης τέχνης. Μετά έχουμε τον μεταϊμπρεσιονισμό, κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα, που κατά κάποιον τρόπο είναι μια προέκταση του ιμπρεσιονισμού, καθώς διατηρούνται οι ίδιες τεχνικές, αλλά οι καλλιτέχνες επιδιώκουν μεγαλύτερο συναισθηματισμό στα έργα τους. Και λίγο αργότερα εμφανίζεται και ο εξπρεσιονισμός, στις αρχές του 20ού αιώνα, που αδιαφορεί τελείως για τη ρεαλιστική και αντικειμενική αναπαράσταση και εισάγει τις έντονες παραμορφώσεις της πραγματικότητας με μια εμφανή συναισθηματική αγωνία, θα μπορούσε να πει κανείς, μιας και ελάχιστα έργα του ρεύματος αυτού έχουν χαρούμενη διάθεση. Άρα, πάμε ακόμα πιο βαθιά στην ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη-ατόμου, και συνεπώς και της κοινωνίας, και απομακρυνόμαστε ακόμα περισσότερο από τις ελιτίστικες επιταγές που επέβαλλαν σχολές παλαιότερων ετών.

Θα μου πεις τώρα, γιατί τα ανέφερα όλα αυτά; Γιατί καλό είναι να τα ξέρουμε, έστω και έτσι, πολύ γενικά, και δεύτερον και κύριο, για να δούμε ότι ο Vincent βρισκόταν σε μια εποχή όπου είχε γίνει η αρχή για το «διαφορετικό», αλλά και πάλι το έργο του παραήταν διαφορετικό. Το κερασάκι στην τούρτα όμως ήταν η «αντισυμβατική» του προσωπικότητα (Κριός, τι περιμένεις;). Ας τα πιάσουμε πάλι από την αρχή. Στα 16 του ξεκίνησε να ασχολείται με το εμπόριο τέχνης (ενώ είχε ήδη καταπιαστεί με αρκετά επαγγέλματα χωρίς επιτυχία), οπότε φυσικό και επόμενο να ασχοληθεί και με τη ζωγραφική, θα μπορούσε να πει κανείς. Έλα όμως που χωρίς κάποια προφανή λογική τού κέντρισε το ενδιαφέρον η Θεολογία και πήγε στην αντίστοιχη σχολή, για να γίνει ιερέας! (Αργότερα συζούσε και με μια ιερόδουλη, την οποία ήθελε να παντρευτεί. Το αναφέρω, γιατί μου άρεσε η αντίφαση – όλα τα δοκίμασε στη ζωή του αυτός ο άνθρωπος!) Και ενώ όσο ήταν έμπορος τέχνης δεν είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, ξαφνικά λίγο πριν γίνει «παπάς», στα 27 του πλέον, αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών, που επηρέασε βαθύτατα την τέχνη, ξεκίνησε τα πρώτα του μαθήματα 27 χρονών! Καλά λένε ότι ποτέ δεν είναι αργά! Παρακολούθησε μαθήματα από σπουδαίους δασκάλους της εποχής, αλλά λίγο πολύ με όλους τσακώθηκε και, ενώ ο αδερφός του ήταν ένας αναγνωρισμένος έμπορος τέχνης, η έντονη και αντισυμβατική του προσωπικότητα δεν τον άφηνε να ενσωματωθεί στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής – για να το θέσω πολύ απλά, δεν το είχε με τις δημόσιες σχέσεις. Αλλά το βασικότερο ήταν πως δεν έκανε εκπτώσεις στην τέχνη και τα πιστεύω του και ότι δεν προσπάθησε να αλλάξει, για να αρέσει. Και ακριβώς αυτό τον κάνει τόσο σπουδαίο για εμένα.

Η κάθε εποχή έχει τους κανόνες της και παράγει ένα συγκεκριμένο μοτίβο ατόμων. Όσοι διαφέρουν, βγαίνουν εκτός ή θεωρούνται απλώς αποτυχημένοι ή, στην καλύτερη, περίεργοι. Αλλά όλοι αυτοί οι περίεργοι, τρελοί και αντισυμβατικοί βλέπουμε κάθε φορά ότι αργότερα είναι εκείνοι που φέρνουν την αλλαγή. Και δεν θεωρώ πως όσοι δεν έχουμε βρει τη θέση μας ή δεν ταιριάζουμε σε κάποιο κοινωνικό κουτάκι θα γίνουμε κάτι σπουδαίο ή ξεχωριστό. Απλώς θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε για τον εαυτό μας και όχι για τους άλλους. Και, στην τελική, χίλιες φορές να μου βγει το όνομα, παρά το μάτι…

Τo be continued…

Μοιράσου το με αγαπημένους σου