Τον Οκτώβριο που μας πέρασε ο σαξοφωνίστας Gilad Atzmon έπαιξε με την Big Band του Δήμου Αθηναίων στο Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας». Στη συναυλία, η οποία τελούσε υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Σάμι Αμίρη, παρουσιάστηκαν συνθέσεις και ενορχηστρώσεις του ίδιου του Atzmon όσο και σολιστικές του ερμηνείες σε κομμάτια του κλασικού και του σύγχρονου τζαζ ρεπερτορίου. Δίπλα μου καθόντουσαν δύο ηλικιωμένα ζευγάρια και μπροστά μου δύο ενήλικες άντρες. Από τις κουβέντες που αντάλλασσαν πριν αρχίσει η συναυλία κατάλαβα ότι και οι έξι είχαν κερδίσει προσκλήσεις από ιστοτόπους – και ότι δεν είχαν ξανακούσει τζαζ ποτέ στη ζωή τους.
Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που είχα πάει σε συναυλία τζαζ μουσικής –στο Πολύτεχνο στην Κέρκυρα ήταν–, πέραν του ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, μου είχε φανεί πολύ παράξενο που το κοινό χειροκροτούσε σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του κάθε κομματιού αντί μόνο στο τέλος. Επίσης, η ίδια η μουσική μού φαινόταν πολύ περίεργη, σε σημείο μάλιστα να μην μπορώ να αποφασίσω εάν τελικά μου αρέσει ή όχι. Ίσως αυτή η αμφιβολία είναι που με έκανε να ξανακούσω και που με κάνει να ακούω μέχρι και σήμερα τζαζ.
Ο λόγος για τον οποίον αναφέρω όλα τα παραπάνω είναι ότι το να μην αρέσει σε κάποιον ένα μουσικό είδος ή το να έρχεται σε επαφή με αυτό για πρώτη φορά κάθε άλλο παρά μεμπτό είναι. Ούτε είναι απαραίτητο να κάνει κανείς ενδελεχή μελέτη πριν από μία συναυλία. Πρώτη εγώ ομολογώ πως δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για τον Gilad Atzmon πριν από αυτή τη συναυλία και, αν δεν με ενημέρωνε μία φίλη μου σαξοφωνίστρια, πιθανότατα δεν θα μάθαινα ποτέ ότι, εκτός από σπουδαίο σαξοφωνίστα που συνδέει σε ένα σώμα τη δυτική με την ανατολίτικη μουσική και προάγει τη «μουσική των αφτιών» έναντι της «μουσικής των ματιών», πρόκειται και για έναν ισραηλινής καταγωγής πολιτικό ακτιβιστή και συγγραφέα που έχει αποκηρύξει την εβραϊκή του ταυτότητα, έχοντας πολιτογραφηθεί Βρετανός, και που έχει υπάρξει μέχρι και υπόδικος λόγω των πολιτικών του τοποθετήσεων που τάσσονται υπέρ των Παλαιστινίων – και αυτό, ας μου επιτραπεί το σχόλιο, ίσως να μην το γνώριζαν και άλλοι.
Έστω λοιπόν ότι πηγαίνεις για πρώτη φορά σε μια συναυλία τζαζ μουσικής. Έστω ότι δεν σου αρέσει καθόλου. Έστω ότι βαριέσαι του θανατά. Οφείλεις να σεβαστείς τον χώρο, τους μουσικούς και το κοινό. Στα σημεία που η ένταση της μουσικής χαμήλωνε, οι διπλανοί μου εξέφραζαν δυνατά τη δυσφορία τους με ποικιλία εκφράσεων, και το ίδιο έκαναν και οι μπροστινοί μου, οι οποίοι παράλληλα, όταν δεν χάζευαν στο Instagram, έκαναν «swipe left» και «swipe right» στο Tinder. Και όλα αυτά τα έβλεπα, επειδή η φωτεινότητα των κινητών τους με τύφλωνε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Και παρόλο που τους γίνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα παρατηρήσεις, συνέχιζαν το βιολί τους –μιας και ήμασταν σε συναυλία– απτόητοι. Αφού δεν θες να είσαι εκεί, άνθρωπέ μου, γιατί είσαι; Και αφού, παρόλο που δεν το θέλεις, είσαι εκεί, γιατί συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο εις βάρος των υπολοίπων;
Σκέφτομαι ότι ίσως αυτό που με ενοχλεί περισσότερο σε αυτού του είδους τις συνθήκες, περισσότερο και από το ότι αποσπάται και η δική μου προσοχή, είναι η διάχυτη υποκρισία – και αυτό είναι ανεξάρτητο του εάν κάποιος πηγαίνει να ακούσει ή να δει κάτι έχοντας εξασφαλίσει πρόσκληση ή έχοντας πληρώσει εισιτήριο. Το να πηγαίνεις κάπου, γιατί θεωρείς ότι αυτό θα αναβαθμίσει το προφίλ και το κοινωνικό σου στάτους και όχι γιατί αυτό σε ενδιαφέρει πραγματικά. Το να φέρεσαι εντελώς ασεβώς εκεί, αλλά την επόμενη ημέρα να λες στις παρέες σου ότι πήγες θέατρο. Το να δείχνεις, σε τελική ανάλυση, κάτι άλλο από αυτό που είσαι.
Την επόμενη μέρα της συναυλίας συνέδεσα τα όσα συνέβησαν εκεί με τα όσα έχουν γραφτεί για δύο σειρές που προβάλλονται στην τηλεόραση τη φετινή τηλεοπτική σεζόν, τα Νούμερα του Δεληβοριά και τον Maestro του Παπακαλιάτη. Ως άτομο που τις παρακολουθεί και τις δύο με ενδιαφέρον, για διαφορετικούς λόγους την καθεμία, με είχε ενοχλήσει πολύ που, πριν καν προβληθεί το πρώτο επεισόδιο της μεν και της δε, η σειρά του Δεληβοριά εγκωμιαζόταν, ενώ του Παπακαλιάτη δεχόταν έντονες κριτικές περί της ποιότητάς της. Γιατί να γίνεται εκ των προτέρων δεκτό ό,τι π ρ ό κ ε ι τ α ι να πει ο Δεληβοριάς (και όπου Δεληβοριάς, βάλτε οποιοδήποτε όνομα) πριν καν το πει, μόνο και μόνο επειδή το λέει αυτός; Και εάν, εν τέλει, αυτό που λέει δεν είναι αντικειμενικά καλό (που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι), γιατί συνεχίζουμε να παριστάνουμε ότι είναι; Και γιατί σπεύδουμε να αντιδράσουμε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο στην περίπτωση του Παπακαλιάτη και του κάθε Παπακαλιάτη;
Πριν από μερικούς μήνες διάβασα το Πράσινο σημειωματάριο της Clare Pooley σε μετάφραση της Βούλας Αυγουστίνου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στο βιβλίο αυτό ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο ζωγράφος Τζούλιαν Τζεσόπ, ξεκινάει το «Πείραμα της Αυθεντικότητας», καταγράφοντας την αλήθεια για τη ζωή του σε ένα πράσινο σημειωματάριο, το οποίο αφήνει σε ένα καφέ, έτσι ώστε να το βρει κάποιος θαμώνας ή περαστικός, να γράψει τη δική του αλήθεια και να το αφήσει πάλι κάπου αλλού, για να το πάρει με τη σειρά του κάποιος άλλος, και πάει λέγοντας. Η ιστορία του Τζούλιαν ξεκινάει με τη φράση: «Όλοι λένε ψέματα για τη ζωή τους. Τι θα γινόταν όμως αν μοιραζόσουν την αλήθεια;». Η αποκάλυψη και κατά συνέπεια η αποδοχή της αλήθειας του καθενός αλλάζει τις ζωές των πρωταγωνιστών και, παρά τις αρχικές αναταράξεις, εν τέλει οδηγεί στην ευτυχία. Πέρα από την ίδια την ιστορία, αισιόδοξο είναι και το γεγονός ότι το βιβλίο συγκαταλέγεται στα ευπώλητα των New York Times και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες.
Ας δώσουμε λίγο χώρο στην αλήθεια, λοιπόν. Γιατί, όπως λέει και ο Gilad Atzmon, «η τελική μορφή αντίστασης είναι η αγνή ομορφιά». Και η αγνή ομορφιά δεν ψεύδεται.