Στο μεγάλο μονοπάτι η πορεία είναι ήδη χαραγμένη, όμως την εμπειρία τη χαρτογραφείς ξεχωριστά.
Εισαγωγή
Τα παιδιά με τα ποδάρια
Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη για να δεχτώ να διασχίσω την Κέρκυρα από τον Νότο ως τον Βορρά. Η ιδέα έπεσε μία μέρα στο τραπέζι, όταν η άνοιξη είχε ήδη στρώσει το δικό της. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα σε ένα κοινωνικό ταψί με κάθε λογής υλικά που μόλις είχε μπει για ψήσιμο σε δυνατή φωτιά στους 188, όσα και τα χιλιόμετρα που εννέα γνωστοί και άγνωστοι θα διένυαν μέσα σε ένα διάστημα οχτώ ημερών. Οι κανόνες πολύ απλοί: προχωράς όσο μπορείς, εμπιστεύεσαι το μονοπάτι, η διαδρομή συνεχίζεται το ξημέρωμα. Αν πάλι θέλεις να σταματήσεις, τότε εμπιστεύεσαι το υπεραστικό ΚΤΕΛ Κέρκυρας.
Ο τόπος
Η Κέρκυρα σου δίνει το προνόμιο να την ανακαλύπτεις ξανά και ξανά. Σε αυτό το μονοπάτι που τη διαπερνά από τη μία άκρη στην άλλη το μόνο που δεν θα συναντήσεις στον δρόμο σου είναι η πλήξη. Αυτή η αδιάλυτη εξερεύνηση του τόπου δίνει ακόμη και σε γνώριμες περιοχές εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και τα αποσπάσματα αποκτούν συγκείμενο. Κάθε λίγα χιλιόμετρα το σκηνικό αλλάζει: μέσα σε δύο ώρες πεζοπορίας, η ανάβαση μέσα από ένα οριακά ψυχεδελικό ξέφωτο με παχύ γρασίδι και πυκνή σκιά δίνει τη θέση της σε έναν γκρεμό από πέτρες και θρυμματιστό άργιλο, καταλήγοντας στην παραλία του Αρκουδίλα για λίγες στιγμές ξεκούρασης, με τα Επτάνησα να ξετυλίγονται στα νότια. Τα μεσογειακά υψώματα με τα θυμάρια και τις πικροδάφνες διαδέχεται το κανάλι της Λευκίμμης και η πορεία συνεχίζεται μέσα από ελαιώνες και αγρούς στις δυτικές παραλίες του Άη Γιώργη και του Ίσσου, όπου συμπυκνώνεται το τρίπτυχο αμμόλοφων, κεδροδάσους και λίμνης. Φυσικά, δεν λείπουν τα ορεινά δάση με έλατα και κυπαρίσσια, ούτε και οι ζουγκλώδεις εκτάσεις με τα αναρριχητικά φυτά να καλύπτουν τους βράχους και τις ρεματιές να ποτίζουν με υγρασία –πολλή υγρασία– τις καταπράσινες φλέβες του νησιού. Όπως στη Λισαβόνα υπάρχουν τα miradouros, τα μικρά υψώματα με πανοραμική θέα στην πόλη, έτσι και στην Κέρκυρα οι λόφοι και τα βουνά καμπυλώνουν λίγο ή πολύ το έδαφος και από την κορυφή τους βλέπεις από πού ξεκίνησες και ως πού θα φτάσεις, κάθε φορά με διαφορετικά μάτια. Από το πεζούλι του Προφήτη Ηλία στους Άγιους Δέκα μέχρι την κορυφή του Παντοκράτορα κοιτάζεις πίσω σου τα μέρη που περπάτησες με την αίγλη μιας μακρινής ανάμνησης, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει τρεις μέρες. Παγετώνες, δυστυχώς, δεν έχει.
Οι αισθήσεις και τα αισθήματα
«Corfu trail is a marathon, not a sprint» ή αλλιώς: «πώς να καλύψεις (και να ανακαλύψεις) όλο το φάσμα των ανθρώπινων αισθήσεων σε μία εβδομάδα και κάτι». Όπως ο τόπος, έτσι και οι συμπεριφορές αλλάζουν κάθε λίγα χιλιόμετρα, ώρα με την ώρα, ξύπνημα με το ξύπνημα. Καταλυτική δύναμη σε αυτό το αισθητηριακό και συναισθηματικό πανήγυρι ήταν το περπάτημα, το απλό, το ανθρώπινο περπάτημα. Η πορεία προχωρά πιο αισιόδοξα μέσα από τα μάτια. Νέες εικόνες ξυπνούν τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον για το καθετί που έρχεται στο διάβα σου, ένα φυτό, μια ερειπωμένη εκκλησία, τον ορίζοντα, ένα ζουζούνι που μπλέχτηκε στα μαλλιά του μπροστινού. Εκείνες τις στιγμές ακούγονται λέξεις όπως πρόγραμμα, προορισμός, κάποιο πάρτι που γίνεται κάθε χρόνο σε μια παραλία. Όσο το μονοπάτι συνεχίζεται, οι άνθρωποι και τα μάτια εξοικειώνονται. Τότε ξεκινά η εξερεύνηση του ήχου. Παρατηρείς διαφορετικά κελαηδήματα και αφουγκράζεσαι την κούραση των συνοδοιπόρων σου από τη γρήγορη ανάσα και τα συρτά βήματα. Το βουητό των αυτοκινήτων στις κατοικημένες περιοχές γίνεται ολοένα πιο εκκωφαντικό, το ίδιο και η μουσική. Τις ώρες εκείνες ακούγονται πού και πού λέξεις όπως μπάνιο, πεινάω και «πόσα έχουμε ακόμα;». Οι αντιδράσεις οξύνονται, αλλά το περπάτημα συνεχίζεται. Το σκοτάδι φέρνει μαζί του ένα μούδιασμα από τον κόπο, μύες άκαμπτους, το δέρμα σκληρό και ζεστό. Με την ενέργεια που έχει απομείνει, η ομάδα καλύπτει την ανάγκη για ένα ασφαλές κατάλυμα και φαγητό, που είναι το πιο νόστιμο του κόσμου. Συζητάμε τις στιγμές της ημέρας που πέρασε, το πλάνο για την επόμενη, ενώ η μυρωδιά του ευκάλυπτου από το θερμαντικό λάδι για τις εντριβές ποτίζει τη νύχτα.
Οι άνθρωποι
Και πού να πας χωρίς αυτούς; Το ταξίδι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ χωρίς τους ανθρώπους. Και δεν εννοώ μόνο το υπέροχο γκρουπ προσωπικοτήτων που είχα για συνοδοιπόρους μου, αλλά και τους κατοίκους των περιοχών που περπατήσαμε, τους ανθρώπους που αποφάσισαν μια μέρα να χαράξουν ένα μονοπάτι που θα διασχίζει ένα ολόκληρο νησί και εκείνους που ανήκουν πια στην ιστορία της Κέρκυρας. Τα πρώτα μέτρα της διαδρομής και το τέλος της καθημερινότητας, όπως την είχαμε συνηθίσει, τα διανύσαμε στον Κάβο την ώρα του πρωινού καθαρισμού των καταστημάτων με πιεστικά, περνώντας μέσα από αψίδες νερού στον αγιασμό μιας ακόμα θερινής σεζόν. Όταν οι κάτοικοι άρχιζαν να αραιώνουν, αναγνωρίζαμε τους πρώτους πεζοπόρους που ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι. Μεταξύ τους μία κοπέλα από τη Γερμανία, ίσως η μόνη που θα μπορούσε να συσχετίσει την Παναγία Παντάνασσα με την Beyoncé, όταν της εξηγήσαμε την ετυμολογία της λέξης. Αυτό το μονοπάτι θα είχε σταματήσει στα μισά, αν δεν υπήρχαν οι ντόπιοι που συναντούσαμε σε κάθε στάση και μας σέρβιραν οδηγίες, ιστορίες και πατάτες τηγανητές. Όπως και εκείνοι που άνοιξαν τις αποθήκες, τις ντουζιέρες, τις βεράντες (ακόμα και τα δεντρόσπιτά τους) σε κάποιους άγνωστους κατασκηνωτές. Τέλος, η διαδρομή για μένα δεν θα είχε ποτέ τόσο ενδιαφέρον και ζωντάνια χωρίς τους συνοδοιπόρους μου, από αυτόν που σκέφτηκε πως το βάρος της Ασκητικής του Καζαντζάκη αξίζει περισσότερο από το βάρος ενός πουλόβερ, μέχρι εκείνους που επέμεναν πως οι διατάσεις είναι απαραίτητες κάθε φορά που σταματούσαμε το περπάτημα. Χάρη σε εκείνους έγινε πραγματικότητα κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή αυτής της πεζοπορίας, από τα χαμογελαστά χασμουρητά στο λεωφορείο για τον Κάβο μέχρι την τελευταία βουτιά στην παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα.