«Καλά, δεν νιώθεις άβολα να βγαίνεις χωρίς παρέα;»
«Δεν σε κοιτάνε περίεργα;»
Θέλεις να βγεις, βαριέσαι να πάρεις τηλέφωνο τους φίλους ή τις φίλες σου, δεν έχεις και πολλή όρεξη να κάνεις πάλι «τα ίδια». Ετοιμάζεσαι και βγαίνεις βόλτα στη γειτονιά. Βλέπεις ένα μαγαζάκι και κάθεσαι. Βολεύεσαι. Και περιμένεις. Δεν σε εξυπηρετούν αμέσως. Μάλλον το θεωρούν δεδομένο ότι περιμένεις παρέα. Κάνεις κίνηση να παραγγείλεις. Σε πλησιάζουν και σε ρωτάνε αν περιμένεις παρέα. «Όχι» απαντάς. Τελικά παραγγέλνεις και σε σερβίρουν. Νιώθεις πού και πού οι γύρω σου να σε κοιτάνε. Δεν είναι και τόσο περίεργο που έχεις βγει ραντεβού με τον εαυτό σου, όμως.
Βλέπεις και άλλους ανθρώπους μόνους τους. Ένας συνταξιούχος έχει βγει για φαγητό με τον σκύλο του. Δεν θέλει να περάσει άλλη μια μέρα μπροστά στην τηλεόραση· η γυναίκα του έχει πάει για δουλειά – εργάζεται σε ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο στην πόλη. Μία κυρία με το βιβλίο της. Χαμένη σε άλλον κόσμο. Ένας πρώην καπετάνιος, φίλος του ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Λιγάκι κουρασμένος, σκεπτικός, απολαμβάνει την μπύρα του. Ένας χίπης πίνει το καφεδάκι του και γράφει σκέψεις ή στίχους στο σημειωματάριό του. Όλοι μόνοι, αλλά μαζί. Ανάμεσα σε άλλες παρέες, δημιουργείτε τη δική σας παρέα. Αλληλοκοιτάζεστε, ίσως ανταλλάζετε δυο τρεις κουβέντες. Είναι ωραίο να βγαίνεις χωρίς παρέα. Δεν χρειάζεται να μιλάς. Έχεις τις σκέψεις σου συντροφιά. Γνωρίζεις κόσμο και ακούς ιστορίες που δεν θα άκουγες πουθενά αλλού. Φτιάχνεις τις δικές σου ιστορίες. Καμιά φορά εμφανίζονται και «ανεπιθύμητες» παρέες. Κι όμως, κάθε συνάντηση –είτε με άλλον άνθρωπο είτε με τον εαυτό σου– έχει κάτι να σου μάθει. Κάτι ανακαλύπτεις. Ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου. Μην περιμένεις. Βγες και χωρίς παρέα.