Μία από τις ίσως πιο γνωστές όπερες σε όλους μας, με τα πολύ γνωστά μουσικά θέματα της χαμπανέρα (Habanera) και του ταυρομάχου (Toreador), η Κάρμεν του Ζορζ Μπιζέ, είχε μια πολύ καταστροφική πρεμιέρα. Το κλίμα ήταν στραβό από την αρχή, καθώς ο Μπιζέ δυσκολεύτηκε πολύ να βρει λιμπρετίστα, αλλά και την τραγουδίστρια που θα υποδυόταν την πρωταγωνίστρια, καθώς θα έπρεπε να πεθάνει επί σκηνής, και καμία σοπράνο δεν το ήθελε αυτό.
Με τόσες δυσκολίες για τον σχηματισμό του καστ, όπως ήταν φυσικό, οι πρόβες άργησαν πάρα πολύ να ξεκινήσουν και η πρεμιέρα ορίστηκε για τις 3 Μαρτίου του 1875 στο Παρίσι. Συμπτωματικά, εκείνη την ημέρα ο Μπιζέ θα χριζόταν Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής. Ωστόσο, η πρεμιέρα έγινε κανονικά – δυστυχώς, γιατί από πράξη σε πράξη το κοινό γινόταν όλο και πιο ψυχρό και αδιάφορο. Ένας κριτικός, μάλιστα, ανέφερε ότι σοκαρίστηκε πολύ από τις ωμές και ρεαλιστικές σκηνές και από τους ανήθικους χαρακτήρες της όπερας. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες χαρακτήρισαν την όπερα ως «βαγκνερική» (κάτι που, για τους Γάλλους, έχει αρνητικό πρόσημο) και την ηρωίδα ως ανήθικη σαγηνεύτρια. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, η αίθουσα ήταν πάντα μισοάδεια, μέχρι και την τριακοστή τρίτη μέρα της παράστασης (3 Ιουνίου), ημέρα κατά την οποία ο Μπιζέ πέθανε ξαφνικά έπειτα από καρδιακό επεισόδιο (ήταν μόνο 36 χρονών), οπότε όλοι έσπευσαν να δουν την τελευταία του όπερα μέχρι το τέλος της σεζόν. Η όπερα επέστρεψε ξανά στη σκηνή για δώδεκα παραστάσεις κατά τη σεζόν 1875-1876 και βρήκε πραγματική δικαίωση από τον Τσαϊκόφσκι, ο οποίος τη χαρακτήρισε ως αριστούργημα υπό κάθε έννοια.
Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι, από την άλλη, ήταν ένα από τα έργα του εορταστικού προγράμματος του Θεάτρου των Ηλυσίων Πεδίων και πλέον είναι ένα από τα διασημότερα έργα του 20ού αιώνα. Η πρεμιέρα έγινε στις 29 Μαΐου του 1913, στο πλαίσιο του εορτασμού για το καινούριο κτήριο του θεάτρου, και παρουσιάστηκε μαζί με άλλα μπαλέτα γνωστών συνθετών της εποχής. Ενώ κατά τη διάρκεια των προβών όλα έβαιναν καλώς, η παραγωγή ήταν μεγάλη και ακριβή (με τα ρωσικά μπαλέτα και με τον Νιζίσκι στη χορογραφία) και κανένας δεν μπόρεσε να προβλέψει το φιάσκο της πρεμιέρας.
Το έργο φέρει τον υπότιτλο Εικόνες από μια παγανιστική Ρωσία και αναπαριστά μια παγανιστική τελετή γονιμότητας που ολοκληρώνεται με τη θυσία μιας παρθένας κόρης. Από την εισαγωγή κιόλας του μπαλέτου, το κοινό άρχισε να ενοχλείται και να αντιδρά τόσο στις άγριες και επιθετικές συγχορδίες, στην πολύπλοκη ενορχήστρωση και στους δυσνόητους ρυθμούς όσο και στην προκλητική και αντισυμβατική για την εποχή χορογραφία. Πολύ σύντομα η φασαρία και τα γιουχαρίσματα δυνάμωσαν, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο να ακούσει κάποιος τη μουσική. Ο Στραβίνσκι έσπευσε στα παρασκήνια, όπου και βρήκε τον Νιζίσκι πάνω σε μια καρέκλα, να φωνάζει και να μετράει δυνατά τον ρυθμό στους χορευτές που βρίσκονταν στη σκηνή. Στο τέλος του πρώτου μέρους αναγκάστηκε να επέμβει η αστυνομία, ώστε να συνεχιστεί το δεύτερο μέρος, κατά το οποίο το εναπομείναν κοινό παρακολούθησε τον Χορό της θυσίας με νεκρική σιγή.
Οι παραστάσεις διακόπηκαν με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το μπαλέτο ξαναπαρουσιάστηκε το 1920 με διαφορετικούς συντελεστές και με διαφορετική χορογραφία, κι έκτοτε αποτελεί ένα από τα μεγάλα έργα ρεπερτορίου τόσο για τους χορευτικούς θιάσους όσο και για τις ορχήστρες. Το 2013 το Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων ετοίμασε μια παραγωγή της Ιεροτελεστίας βασισμένη στην αυθεντική παράσταση, χρησιμοποιώντας μέχρι και τα αυθεντικά κοστούμια.