When you explain it, it becomes BANAL.

Το επετειακό

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Το επετειακό

Άκρως οικογενειακόν, Ευτυχισμένοι μαζί, Λατρεμένοι μου γείτονες, Εκείνες κι εγώ, Τρεις Χάριτες, Το ρετιρέ, Μην αρχίζεις τη μουρμούρα… Αυτές είναι μερικές μόνο από τις τηλεοπτικές σειρές που παρουσίαζαν πάντα ένα επετειακό επεισόδιο την περίοδο των Χριστουγέννων. Οι ηθοποιοί μαζεύονται όλοι γύρω από ένα εορταστικό τραπέζι, τραγουδάνε και χορεύουν (είτε με την παρουσία οργάνων είτε όχι) και ενίοτε, ανάλογα με το μουσικό είδος που επιλέγουν να τραγουδήσουν, εμφανίζεται κάποιος/α σταρ της ελληνικής μουσικής σκηνής. 

Παρατηρώντας τις ελληνικές σειρές ανά τα χρόνια, το χριστουγεννιάτικο επεισόδιο είναι ένα συχνό μοτίβο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η σκηνή που οι ηθοποιοί τραγουδάνε (συνήθως το μουσικό πρόγραμμα περιλαμβάνει πιο έντεχνη-λαϊκή-ρεμπέτικη μουσική), καθώς εκείνη τη στιγμή δεν τους βλέπουμε να ερμηνεύουν τους ρόλους τους, αλλά δείχνουν κατά βάση στοιχεία του εαυτού τους. Ένα άλλο μοτίβο που παρατηρούμε συχνά είναι το σκηνικό στήσιμο που παραπέμπει σε ταβέρνα, με άφθονο φαγητό στα τετράγωνα τραπέζια, και οι μουσικοί απέναντί τους, σε μια αόρατη σκηνή. Αυτό το σκηνικό στήσιμο όμως δεν χρησιμοποιείται μόνο στις τηλεοπτικές σειρές. Ήδη από τις δεκαετίες του ’40-’50, το θέμα της «ταβέρνας» και το τρίπτυχο φαγητό-τραγούδι-χορός απαντώνται και στις ελληνικές ταινίες, μεταφέροντας στο πανί τον τρόπο διασκέδασης της μικρής και προνομιούχου τότε αστικής τάξης της εποχής, πράγμα που αποτελούσε και όνειρο της πλειοψηφίας του λάου.

Αν το καλοσκεφτούμε, στις δεκαετίες του ’40-’70 οι καλλιτέχνες και οι μουσικοί δύσκολα μπορούσαν να διαφημίσουν τη δουλειά τους, όπως γίνεται σήμερα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την τηλεόραση. Αρκούνταν στα κέντρα διασκέδασης και στις ταβέρνες της εποχής, που συνήθως βρίσκονταν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι που ζούσαν στην επαρχία δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στις μεγάλες πόλεις, ώστε να απολαύσουν τα γνωστά ονόματα της εποχής τους, όπως ήταν το δίδυμο Χιώτης-Λίντα, η Μαρινέλλα, ο Πουλόπουλος κ.λπ. Η εμφάνισή τους στις ελληνικές ταινίες αποτελούσε ένα υποκατάστατο της ταβέρνας και της διασκέδασης, στα οποία η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν είχε εύκολη πρόσβαση. 

Με την πάροδο των χρόνων και τις μεγάλες κρίσεις της χώρας μας, η μουσική αναπαράσταση της ταβέρνας στις τηλεοπτικές σειρές έγινε πια αναγκαία, καθώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να βγει έξω και να διασκεδάσει. Ταυτόχρονα, οι ηθοποιοί των εβδομαδιαίων και καθημερινών σειρών αποτελούν ένα οικείο και γνώριμο πρόσωπο για τους τηλεθεατές, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση της φιλικής παρέας, κάνοντας τον θεατή να νιώσει συμμέτοχος του γλεντιού, και ιδίως τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, που σπάνια βγαίνουν από το σπίτι.

Εκτός όμως από την τέρψη των τηλεθεατών, το εορταστικό σκηνικό στις τηλεοπτικές σειρές συνδέεται άμεσα και με τις επικρατούσες πολιτικές καταστάσεις μετά τη μεταπολίτευση. Η περίοδος μετά τον Εμφύλιο και μέχρι την πτώση της Χούντας χαρακτηρίζεται από έντονες αναταραχές και κοινωνικό διχασμό, με συνέπεια τη συνεχή αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και μέσω της μουσικής. Η αναβίωση των παραδοσιακών εθίμων, η λαϊκή μουσική, το ρεμπέτικο, είναι κομμάτια της ελληνικής μουσικής που ανάλογα με την εκάστοτε Κυβέρνηση θεωρούνταν ότι άλλοτε ενισχύουν και άλλοτε καταστρέφουν το εθνικό φρόνημα. Συγκεκριμένα, το ρεμπέτικο κατά την περίοδο της Δικτατορίας θεωρήθηκε μια μορφή διαμαρτυρίας που πηγαίνει ενάντια στο καθεστώς και δεν συνάδει με τα χρηστά ήθη. Με την πτώση της Χούντας και την επιστροφή στην κανονικότητα, σταδιακά άρχισαν να αποβάλλονται οι μνήμες του πολέμου και του Εμφυλίου, καθώς πλέον είχε επέλθει η ώσμωση του πληθυσμού ύστερα από τις μεγάλες μεταναστεύσεις, ιδιαίτερα στο διάστημα του Μεσοπόλεμου. Έτσι, το ρεμπέτικο χρησιμοποιήθηκε σαν ταυτότητα της εθνικής ενότητας που ήθελε να πετύχει η μεταπολίτευση.

Τη δεκαετία του ’80 άνθησαν τα λεγόμενα «Ρεμπετάδικα», ταβέρνες δηλαδή που αποτελούσαν τον νέο χώρο άνθησης του ρεμπέτικου, ενώ ήταν πιο προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Υπό αυτό το πλαίσιο, η ταβέρνα, η διακόσμηση, το ρεπερτόριο και η τοποθέτηση της ορχήστρας στη σκηνή (που διαφοροποιούνταν από αυτή των δεκαετιών του ’50 και του ’60) κατέστησαν το συγκεκριμένο είδος διασκέδασης ένα από τα πιο διαδεδομένα της εποχής.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 επήλθε η ιδιωτικοποίηση της τηλεόρασης και η δημιουργία τηλεοπτικών σειρών και μουσικών προγραμμάτων για ευχαρίστηση και διασκέδαση του τηλεοπτικού κοινού. Αντίθετα, τα μέχρι τότε κρατικά κανάλια σπάνια είχαν αυτή την προσέγγιση στα προγράμματά τους. Σταδιακά, ξεκίνησαν τα επετειακά αφιερώματα στις σειρές, που ποικίλουν πια στο ύφος και στο στυλ (ρεμπέτικα, λαϊκά κ.λπ.), ανάλογα με το ύφος και το κοινό που απευθύνονται.

Κάποτε ένας Βέλγος καθηγητής μού είχε πει ότι «οι Έλληνες δεν τραγουδάνε πολύ, ξέρουν όμως να χορεύουν». Μπορεί να μοιάζει με μπανάλ κλισέ, πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι το γλέντι είναι ένα από τα αγαπημένα κομμάτια των εορτών της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Είτε συνδυάζεται με φαγητό είτε με χορό είτε με τραγούδι είτε με μουσική οποιουδήποτε είδους, η έννοια του γλεντιού και της διασκέδασης αποτέλεσε ένα μεγάλο όπλο για τη δημιουργία μιας μουσικής εθνικής ταυτότητας. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου