Η αλήθεια είναι ότι ο γιος μας δεν ήταν ποτέ το παιδί που ικανοποιούνταν από μία απάντηση επειδή απλά του την έδιναν οι γονείς του. Ούτε δεχόταν ποτέ τις εξηγήσεις και τις θεωρίες μας ως θέσφατο. Το αργότερο από τριών ετών μας τρέλαινε στις ερωτήσεις, όταν επιχειρούσαμε να του μεταδώσουμε κάποια γνώση που ελπίζαμε ότι θα του έκανε τόση εντύπωση, ώστε να απλά να τη δεχτεί με δέος και κατάπληξη. Γι’ αυτόν, όμως, δεν υπήρχε καμία ανεξήγητη μεγάλη αλήθεια, παρά μόνο οι επαρκώς εξηγημένες. Εύκολα παρέμενε καχύποπτος και ανικανοποίητος από κάθε απάντηση, μέχρι που μετανιώναμε που κάναμε εξαρχής την κουβέντα.
Αναπόφευκτα τέθηκε κάποτε υπό διερεύνηση και το θέμα του Άγιου Βασίλη. Ανά τακτά διαστήματα προέκυπταν νέα ερωτήματα που ζητούσαν επιτακτικά απάντηση. Ξεκινώντας από τα απλά «από πού μπαίνει ο Άγιος Βασίλης, αφού δεν έχουμε καμινάδα;», συνεχίζαμε στο «πώς μπαίνει από την μπαλκονόπορτα, αφού την κλείνουμε το βράδυ, για να μην μπαίνει κρύο;» και φτάναμε στο «αφού μπορεί και την ανοίγει, δεν θα μπορούν κι οι κλέφτες, που είναι πιο ειδικοί σε αυτά;».
Στη συνέχεια πέρασε σε θεωρίες συνωμοσίας, όπως «σίγουρα ο Ρούντολφ είναι αληθινός ή υπάρχει μόνο στη φαντασία; Αφού στα βιβλία λέει ότι είναι τάρανδος, ενώ το τραγούδι λέει Ρούντολφ το ελαφάκι» ή «πώς γίνεται να ξέρει ο Άγιος Βασίλης για όλα τα παιδιά του κόσμου, αν είναι καλά όλη τη χρονιά; Μήπως έχει βάλει κάμερες σε όλα τα σπίτια που έχει μπει;».
Σε κάποιες ερωτήσεις μπορείς να απαντήσεις συμβατικά, σε κάποιες άλλες μπορείς να βάλεις λίγη φαντασία, και υπάρχουν και κάποιες στις οποίες σηκώνεις τα χέρια ψηλά και χρησιμοποιείς το ατράνταχτο, για κάποια χρόνια, επιχείρημα «τι να σου πω… έτσι είναι η μαγεία των Χριστουγέννων».
Καθώς μεγάλωνε, όμως, οι ερωτήσεις για το θέμα αραίωναν, ώσπου στα οχτώ του είχαν σταματήσει εντελώς. Με το δεδομένο ότι για άλλα θέματα συνεχίζαμε να περνάμε από Ιερά Εξέταση, σκέφτηκα με μία αρχική παγωμάρα πως ο λόγος της παύσης πυρός δεν ήταν η ικανοποίηση όλων των αποριών του, αλλά πιθανώς η συνειδητοποίηση για την πλάνη του Αϊ-Βασίλη. Δεν έλεγε, όμως, κουβέντα. Καταλάβαινε προφανώς ότι διακυβεύονταν πολλά… Αν μας έλεγε πως ξέρει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, θα έπρεπε να σταματήσουν και τα δώρα εκ μέρους μας. Οπότε, πιθανολογώ ότι σκέφτηκε: «Ας το παίξουμε όμορφα αυτό. Συνεχίζουν αυτοί να φέρνουν τα δώρα που γράφω στο γράμμα, συνεχίζω εγώ να πιστεύω ότι ο Ρούντολφ το ελαφάκι που είναι τάρανδος σέρνει ένα έλκηθρο με πακέτα».
Κι εγώ τι κάνω σε αυτή την περίπτωση; Χαίρομαι για την επαγωγική λογική του; Στενοχωριέμαι που ξεφλουδίζει την αθωότητά του; Αγχώνομαι μήπως μας το φυλάξει και κάποια στιγμή, ως έφηβος αντάρτης, μας κατηγορήσει ότι τόσα χρόνια τον κοροϊδεύαμε και δεν μπορεί πλέον να μας εμπιστευτεί; Ή τρομάζω με την πρώιμη ιδιοτέλεια αυτού του απατεωνίσκου;
Αν θέλω, όμως, να είμαι ειλικρινής, θα μπορούσα να το δω και ως προθέρμανση για τους επερχόμενους συνειδησιακούς συμβιβασμούς που πιθανώς θα κάνει, όπως κάνω κι εγώ, είτε ενστικτωδώς είτε με συνειδητή πρόθεση, από καιρού εις καιρόν, προκειμένου να κρατήσω καμιά πίτα ολόκληρη ή κάναν σκύλο χορτάτο. Ασφαλώς δεν πρόκειται να ξεγυμνωθώ ψυχολογικά τούτη τη στιγμή σε αυτό το ανάκλιντρο από γράμματα, αλλά μπορώ να χρησιμοποιήσω το παρακάτω ημι-σουρεαλιστικό παράδειγμα συνειδητού ωφελιμισμού, όχι συγκεκριμένα με τον Άγιο Βασίλη, αλλά με άλλους αγίους, θεούς και δαίμονες.
Ας πούμε ότι εγώ αμφιβάλλω, αδιαφορώ ή απορρίπτω ολότελα την ύπαρξη πανταχού παρόντων και τα πάντα πληρούντων αυτόπλαστων οντοτήτων με αυστηρά ή χαλαρά κριτήρια διαχωρισμού καλών και κακών ανθρώπων. Όταν έρθουν οι χρόνοι που θα προκηρυχθεί η διηπειρωτική άοπλη μάχη των δύο αποφασισμένων στρατών με τα ακονισμένα επιχειρήματα, υπάρχει η πιθανότητα, ή και ηθική υποχρέωση, να πρέπει να διαλέξω στρατόπεδο και να πάρω μέρος, σωστά; Μα ξέρω, όμως, εκ των προτέρων ότι αυτή είναι μία επιλογή «λουζ-λουζ». Γιατί; Εξηγούμαι:
Αυθόρμητα ενεργώντας, η επιλογή μου εν πρώτοις θα είναι οι ΑΓ.ΑΘ.ΟΙ. (Αγνωστικιστές, Άθεοι και Οικονομολόγοι).
Σενάριο 1: Αν χάσουμε και νικήσουν οι ΦΟ.Θ.Ι.Ε.Σ. (Φονταμενταλιστές, Θρησκευόμενοι, Ιεροκήρυκες, Εκκλησία και Στρατιωτικοί), τότε οι απανταχού κυβερνήσεις πιθανώς θα επιβάλλουν στους χαμένους, μέσω της Συνθήκης, παραδείγματος χάρη, της Ναζαρέτ, τον υποχρεωτικό κυριακάτικο εκκλησιασμό και την τήρηση όλων των νηστειών του έτους. Εμφανές «λουζ».
Σενάριο 2: Αν κερδίσουμε εμείς, τότε οι κυβερνήσεις, με τη Συνθήκη, παραδείγματος χάρη, του CERN, θα ψηφίσουν μία άλλη σειρά νόμων, ευνοϊκών για τους ΑΓ.ΑΘ.ΟΙ., με έναν τεράστιο, όμως, κίνδυνο να ελλοχεύει, όχι για τους Ελοχίμ, αλλά για εμάς. Πιθανότατα, και με μόνη ίσως εξαίρεση για τις οικογένειες των πεσόντων ΦΟ.Θ.Ι.Ε.Σ., θα καταργούσαν τις θρησκευτικές αργίες για Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα. Γίνεται φανερό πού το πάω. Μιλάμε για πύρρειο νίκη. Χριστούγεννα, Πάσχα, Άγιο Πνεύμα, Δεκαπενταύγουστος, κατά τόπους πολιούχοι, όλα θα γιορτάζονται, για όσους το επιθυμούν, μόνο μετά τη λήξη του εργασιακού ωραρίου. Αυτό κι αν είναι εμφανές «λουζ».
Σε μία τέτοια υποθετική αλλά καθόλου απίθανη εμπόλεμη κατάσταση, ή έστω κάπως απίθανη, δεν νομίζω ότι θα είμαστε λίγοι στο κίνημα ΩΦ.ΕΛ.Ι.ΕΣ. του Τρίτου Δρόμου (Ωφελιμιστές Ελβετόψυχοι με Ιδεολογική ΕΣάνς) που θα σκεφτούμε τη μη εμπλοκή στον πόλεμο, ελπίζοντας σε κάποια απαλλακτική παράγραφο στον μέλλοντα Νόμο για όσους διατήρησαν ουδετερότητα.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, αγαπητή μου συνείδηση, σου γράφω πάλι από ανάγκη, για να σου εξηγηθώ ότι σε κάποια κεκτημένα δεν χωράνε ιδεολογικές δυσκαμψίες. Τιμούμε και δοξάζουμε τον Άγιο Βασίλη και τους συν αυτώ εσαεί. Ή, τέλος πάντων, για όσο κριθεί ωφέλιμο…