Από τα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου φιλοξενείται στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων στο υπόγειο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης η ομαδική έκθεση MODERN LOVE: η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας, η οποία θα παραμείνει ανοιχτή στο κοινό μέχρι και τα τέλη Μαΐου. Επιμελήτρια της έκθεσης, στην οποία συμμετέχουν 24 καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες από 14 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, είναι η Κατερίνα Γρέγου, Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Μουσείου. Αντικείμενό της είναι η παρουσίαση των διαπροσωπικών σχέσεων την εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της κατάλυσης του ορίου μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου και των διαφόρων παθολογιών που σχετίζονται με την εικόνα, και, όπως σημειώνει η ίδια η επιμελήτρια, «είναι μία έκθεση για την ενσώματη εμπειρία του ψηφιακού και την ασώματη εμπειρία της εγγύτητας στη σημερινή εποχή, μετά την πανδημία, στα χρόνια των ψυχρών οικειοτήτων».
Ανάμεσα στα έργα που μου έκαναν εντύπωση ήταν το Do You Have Work Tomorrow? του Mahmoud Khaled (2013), το οποίο αποτελείται από 32 εκτυπωμένα και κορνιζαρισμένα στιγμιότυπα οθόνης μιας σκηνοθετημένης συνομιλίας σε iPhone –τα πάντα έχουν σημασία!– στην αντρική gay εφαρμογή γνωριμιών Grindr, η οποία καταλήγει να λαμβάνει κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις με κέντρο αναφοράς τη ζωή στο Κάιρο, το Touch Screen Protection Rings της Hannah Toticki (2019), στο οποίο προστατευτικά δαχτυλίδια καθιστούν αδύνατη την αλληλεπίδραση των δαχτύλων με τις οθόνες αφής και κατ’ επέκταση συμβάλλουν στη μη ικανοποίηση της επιθυμίας για λήψη συνεχούς ενημέρωσης, και η σειρά φωτογραφιών Family Portraits της Μαρίας Μαυροπούλου (2018), όπου οι άνθρωποι έχουν αντικατασταθεί από τις συσκευές που χρησιμοποιούν, των οποίων η φωτεινότητα κυριαρχεί στους σκοτεινούς χώρους ενός σύγχρονα διακοσμημένου διαμερίσματος.
Η καλλιτέχνιδα όμως που πυροδότησε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια συζήτηση μεταξύ της φίλης που με συνόδευε στην έκθεση και εμού ήταν η Ιταλίδα Laura Cemin, η οποία γεννήθηκε το 1992 στην Ιταλία, αλλά ζει και εργάζεται στο Τάλιν και το Ελσίνκι. Στην έκθεση συμμετέχει με τρία έργα. Στο Persistence of memory (2020), ένα γλυπτικό κολλάζ, εκτίθενται μία ενδυμασία σάουνας, θερμαντήρες χεριών, ένα πιστολάκι μαλλιών, μία θερμαινόμενη κουβέρτα, μπουκάλια ζεστού νερού, ζώνες αδυνατίσματος και μία θερμαντική κρέμα, αντικείμενα που παραπέμπουν τόσο στη θερμότητα όσο και στον καλλωπισμό, ενώ στο 4 minute warm up (2020) τα υλικά αυτά επιστρατεύονται για τη δημιουργία ενός τετράλεπτου βίντεο, στο οποίο η ζεστασιά και η προσομοίωση μιας ανθρώπινης παρουσίας μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την εμπλοκή άλλου ανθρώπου. Το έργο της Laura Cemin όμως που πυροδότησε την προεξαγγελθείσα συζήτηση ήταν το In Between. The warmth (2017, 2020). Το 2017 η καλλιτέχνιδα αγκάλιασε τους κοντινούς της ανθρώπους, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τη δυσκολία της με την εγγύτητα, και κατέγραψε την κάθε αγκαλιά φωτογραφικά. Η αίσθηση που της άφηνε το κάθε σώμα έφερνε στον νου της Cemin και από ένα υλικό, το οποίο εκτίθεται δίπλα στις φωτογραφίες σε φυσική μορφή (σαπούνι, μπάλα από μαλλί κ.λπ.). Το 2020, μετά την άρση του πρώτου lockdown, η διαδικασία επαναλήφθηκε, καθώς, όπως αναφέρεται στο συνοδευτικό σημείωμα του έργου, «πια η επιθυμία για εγγύτητα είχε γίνει οικουμενικό αίτημα».
Το αντικείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία της αγκαλιάς της Cemin με μία γυναίκα, η οποία μάλλον είναι φίλη της, είναι ένα σφουγγάρι. Το αντικείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία της αγκαλιάς της Cemin με μία άλλη γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία, η οποία μάλλον είναι η μητέρα της, είναι ένα κομμάτι κάποιου υλικού (μαρμάρου; πηλού;), το οποίο φέρει πέντε κυκλικά βαθουλώματα που μαρτυρούν άγγιγμα. Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο καταλήξαμε ύστερα από αρκετό διάλογο ήταν ότι το σφουγγάρι έχει μεν την ιδιότητα να αλλάζει μορφή, αλλά, όταν το αφήσεις, επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση. Αντιθέτως, ένα φαινομενικά «σκληρό» υλικό, όχι μόνο μπορεί να μεταβληθεί, αλλά και η επίδραση που ασκεί πάνω του κάποιο ερέθισμα που θα λάβει είναι μόνιμη, σαν τις πατημασιές της γάτας στο φρεσκοστρωμένο τσιμέντο.
«Τόσος ντόρος για πέντε αράδες;» θα αντιτείνετε. Ε, ναι. Δεν είπα δα και ότι συγγράψαμε ακαδημαϊκή εργασία. Είπα ότι έγινε συζήτηση, το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της οποίας καταλάμβαναν παύσεις για σκέψη. Η φαντασία μας είχε πάρει φωτιά. Και ίσως αυτό να είναι το στοιχείο που διακρίνει τη σύγχρονη τέχνη από την καλλιτεχνική παραγωγή παλαιότερων εποχών: η ανάγκη για εποικοδομητικό –με την ακριβή ετοιμολογία της λέξης, πατώντας δηλαδή ο ένας πάνω στη σκέψη του άλλου– διάλογο από την πλευρά του αποδέκτη –είτε με άλλους ανθρώπους είτε με τον εαυτό του– και η ανάγκη για την αναζήτηση αυτού που δεν φαίνεται μέσα από μία απόπειρα ερμηνείας αυτού που φαίνεται, συμπεριλαμβανομένου του συνοδευτικού κειμένου του εκάστοτε έργου, χωρίς το οποίο η άβυσσος βαθαίνει πολύ περισσότερο. Και η ευφορία που έρχεται να σφραγίσει την όλη εμπειρία μέσω της κατάληξης στο όποιο συμπέρασμα είναι πραγματικά ασύλληπτη.
Σε μία επίσκεψή μου πριν από αρκετά χρόνια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών θυμάμαι ότι είχα δει σε έναν τοίχο ένα σημείωμα που έγραφε πάνω-κάτω πως τα πάντα είναι τέχνη, αρκεί να μπορεί να αιτιολογηθεί η κάθε επιλογή, και αρχικά σκεφτόμουν να κλείσω αυτό το άρθρο με την αποψάρα πως, σαν να μην έφτανε το ερώτημα «Τι είναι τέχνη;», πλέον έχουμε να απαντήσουμε και στο ερώτημα «Τι είναι αγάπη;». Σχεδόν αμέσως όμως με έβαλα στη θέση μου. Γιατί, σάμπως ανέκαθεν με αυτό δεν ασχολούμαστε;