Φέτος το καλοκαίρι έπεσα κι εγώ στην παγίδα του trend που έχει γίνει viral στο TikTok με όνομα «my European summer», στο οποίο ταξιδιώτες από όλον τον κόσμο επισκέπτονται νοτιοευρωπαϊκές χώρες (και πολύ συχνά την Ιταλία) και εξυμνούν τον ήλιο, τη θάλασσα, τα ζυμαρικά, την dolce vita, και αποκτούν έστω και για λίγο μια dolce far niente (η γλυκύτητα του να μην κάνεις τίποτα) προσέγγιση της καθημερινής ζωής. Όλα τα στερεότυπα δηλαδή. Έκλεισα λοιπόν κι εγώ εισιτήρια για τη Ρώμη και ταξίδεψα στην πρωτεύουσα της Ιταλίας και κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αργότερα της Αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, επισκέφτηκα το μουσείο MAXXI, το εθνικό μουσείο τέχνης του 21ου αιώνα. Δυστυχώς για την ιστορία της Ιταλίας και ευτυχώς για εμάς (γιατί είχαμε την ησυχία μας), το μουσείο δεν ήταν τόσο γεμάτο όσο θα έπρεπε να είναι ένα τέτοιο μουσείο. Μέσα από εκθέσεις γλυπτικής, ζωγραφικής, installations και αρχιτεκτονικές μακέτες, το μουσείο αναδείκνυε την πολιτιστική κληρονομιά της Ιταλίας και την προσφορά της στις τέχνες. Η επιρροή της δεν περιορίζεται μόνο στην Αναγέννηση, όπως όλοι ξέρουμε, αλλά κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν η Ιταλία και η Ρώμη έπαιζαν σημαντικό, και πολλές φορές πρωταρχικό ρόλο στις καλλιτεχνικές εξελίξεις.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, που η βιομηχανία είχε εδραιωθεί και ο Πρώτος Παγκόσμιος είχε μπει σε τροχιά, γεννήθηκε στην Ιταλία ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κινήματα, ο Φουτουρισμός. Το 1908 ένας από τους πιο χαρισματικούς ποιητές της γενιάς του, ο Filippo Marinetti, εντυπωσιάστηκε από τις δυνατότητες που πρόσφερε η τεχνολογία της εποχής, όταν κατάφερε να αποφύγει με το αυτοκίνητό του ένα ατύχημα με δύο ποδηλάτες. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε το Φουτουριστικό Μανιφέστο (Manifesto del Futurismo), στο οποίο αποκήρυττε το παρελθόν στις τέχνες και εξυμνούσε την ταχύτητα, τη μηχανική, τη τεχνολογία, τη βία, τη νεότητα και τη βιομηχανοποίηση της κοινωνίας. Πρότεινε μια διαγραφή του παρελθόντος και την αναγέννηση μιας μοντέρνας και πολιτιστικά ανανεωμένης Ιταλίας. Σύντομα το μανιφέστο του βρήκε απήχηση σε πολλούς καλλιτέχνες της εποχής και ο Φουτουρισμός απέκτησε καλλιτεχνική υπόσταση και οπαδούς. Μερικοί από τους σημαντικότερους ήταν οι U. Boccioni, C. Carrà, G. Severini, A. Sant’ Elia, G. Balla και L. Russolo.
Οι φουτουριστές χρησιμοποιούσαν ως έμπνευση διάφορες πτυχές των τεχνολογικών καινοτομιών, όπως η κίνηση, η κατεύθυνση, ο δυναμισμός και η ταχύτητα, θεωρώντας ότι η βιομηχανία και η τεχνολογία προσφέρουν όλα τα παραπάνω στην κοινωνία. Τα κύρια θέματά τους ήταν τα εργοστάσια, ο πόλεμος, οι εργάτες και τα αστικά κέντρα. Μερικά από τα πιο διάσημα εκθέματα είναι τα δύο έργα του Boccioni, το γλυπτό Unique forms of continuity in space (Forme uniche della continuità nello spazio – 1913), το οποίο πραγματεύεται την κίνηση και την πλαστικότητά της, και ο πίνακας The city rises (La città che sale – 1910), ένας φόρος τιμής στη σκληρή δουλειά και τις μοντέρνες πόλεις. Το 1914 παρουσιάστηκε η αρχιτεκτονική έκθεση των A. Sant’Elia και M. Chiattone με όνομα Citta Nuova, μια καινούρια, φουτουριστική πόλη, η οποία έθεσε τα θεμέλια για τη φουτουριστική αρχιτεκτονική. Για πολλούς φαν του φουτουρισμού, η ιδέα μιας πόλης χωρίς διακόσμηση, με μοντέρνες κατασκευές και μοντέρνα υλικά, αποτελούσε μια ουτοπία.
Η μουσική ως τέχνη φυσικά δεν ξέφυγε από το κίνημα του Φουτουρισμού. Το 1913 ο Russolo έγραψε ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο στο οποίο εξέφρασε την ιδέα ότι τα γνωστά ορχηστρικά όργανα και οι συνθέσεις δεν ήταν ικανά να αντικατοπτρίσουν την ενέργεια, την ταχύτητα και τον θόρυβο της μοντέρνας ζωής. Υποστήριζε ότι οι ήχοι των συμφωνιών του Beethoven ήταν πια βαρετές στα αφτιά ενός μοντέρνου ανθρώπου που καθημερινά άκουγε μηχανές, άμαξες, αυτοκίνητα και τραμ, καλώντας νέους καλλιτέχνες και συνθέτες να ασπαστούν τη φιλοσοφία του και να πειραματιστούν, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριο των ήχων που μπορούν να παράγουν χρησιμοποιώντας τις πιο πολύπλοκες διαφωνίες που μπορούν να υπάρξουν, τον ήχο-θόρυβο. Όπως ο ίδιος αναφέρει: «Θέλουμε να δώσουμε τονικό ύψος σε ποικίλους ήχους, οργανώνοντάς τους αρμονικά και ρυθμικά….Ο θόρυβος διαφέρει από τον ήχο μόνο όσον αφορά τις δονήσεις που τον παράγουν, οι οποίες είναι μπερδεμένες και άνισες. Κάθε θόρυβος έχει ένα τονικό ύψος». Το μανιφέστο του ονομάστηκε L’Arte dei rumori (Η τέχνη των θορύβων). Η μουσική των φουτουριστών εμπλουτίστηκε με ήχους εργοστασιακών μηχανών, αυτοκινήτων, τυπογραφικών μηχανών, αεροπλάνων και λοιπά. Ο ίδιος ο Russolo και ο αδερφός του κατασκεύασαν ένα σύνολο πειραματικών οργάνων, με τα οποία μπορούσαν να επεξεργάζονται και να ελέγχουν τις δυναμικές και το τονικό ύψος του θορύβου, τα οποία ονομάστηκαν «Intonarumori». Η πρώτη ολοκληρωμένη συναυλία με αυτά τα όργανα έγινε τον Απρίλιο του 1914.
Ιστορικά, το κίνημα του Φουτουρισμού συνδέθηκε με την άνοδο του ιταλικού φασισμού, καθώς στο πρώτο του φουτουριστικό μανιφέστο ο Marinetti δήλωσε ότι: «Θα δοξάσουμε τον πόλεμο, τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό… ιδεώδη για τα οποία αξίζει να πεθάνει κανείς». Παράλληλα, η προσήλωση των φουτουριστών στην τεχνολογική εξέλιξη της χώρας τούς ώθησε στο να ξεχάσουν για λίγο τον ηθικό τους κώδικα, κάτι το οποίο δημιούργησε εύφορο έδαφος, ώστε το φασιστικό κόμμα να τους προσεγγίσει με παρόμοια πιστεύω. Ο Marinetti έγινε μέλος του φασιστικού κόμματος και βοήθησε τον Mussolini να συντάξει το φασιστικό μανιφέστο του το 1919. Παρ’ όλα αυτά, το 1920 ο Marinetti αποχώρησε «αηδιασμένος» από το φασιστικό κόμμα, χαρακτηρίζοντάς το «αντιδραστικό». Ο Φουτουρισμός «πέθανε» επίσημα το 1944 μαζί με τον Marinetti.
Το κίνημα του φουτουρισμού επηρέασε σημαντικά τα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού και 21ου αιώνα. Από τους Ρώσους φουτουριστές, τους μεταμοντέρνους και avant-garde συνθέτες (E. Varèse, F. Busoni, Stockhausen, J. Cage), την ηλεκτρονική μουσική, στην Art Déco, τον Κονστρουκτιβισμό, τον Ντανταϊσμό, τη Νεοφουτουριστική Αρχιτεκτονική (Zaha Hadid, Eero Saarinen) μέχρι και τη sci-fi λογοτεχνία. Ο δυναμισμός και η δημιουργικότητα των φουτουριστών γράφτηκε στην ιστορία και οι φασιστικές τους δράσεις ξεχάστηκαν. Άλλωστε, πολύ συχνά η ιστορία καταλήγει να μας παρουσιάζει τη μία πλευρά των γεγονότων. Το 2014 το μουσείο Guggenheim παρουσίασε μια έκθεση για τον Φουτουρισμό με τίτλο Reconstructing the Universe (Αναδομώντας το μέλλον), εστιάζοντας στα έργα των φουτουριστών και στην εμμονή τους για μια καινούρια τεχνολογική ζωή με όποιο κόστος.
Η ατέρμονη αναζήτησή μας για το μέλλον (ή για ένα καλύτερο μέλλον) και η αναδόμηση της μελλοντικής ζωής αποτελούσε και θα αποτελεί πάντα κίνητρο της φαντασίας μας, στην οποία ξεπερνάμε εύκολα τα όποια ηθικά όρια. Η χρήση της τεχνολογίας με ορθό ή όχι τρόπο έχει αναδειχθεί πολλές φορές μέσα από τις τέχνες (πολύ πρόσφατα και στην ταινία Oppenheimer). Το μόνο που μας μένει να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε αν αξίζει να καταπατήσουμε τα ηθικά μας πιστεύω και την ελευθερία άλλων στον βωμό της εξερεύνησης του μέλλοντος.
*Δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία Back to the future.