Ρε, πού πάμε, ΡΕ; Αναρωτιόμουν σχεδόν φωναχτά δίπλα στην ντόπια συναθλήτριά μου, καθώς οι δυο μας τρέχαμε χοροπηδώντας για να αποφύγουμε κοτρόνες, χαντάκια, ρίζες και κορμούς, που έδιναν στον αγώνα δρόμου trail μας τη γνωστή του μαγεία, μέχρις ότου κάτι, κάπου, κάποτε να πάει στραβά για κάποιον και τότε να μιλάμε όλοι για πασιφανή προβλήματα, εξόφθαλμες ελλείψεις και απουσία οργάνωσης. Που οργάνωση υπήρχε στο κάτω-κάτω, διαρκώς παρούσα στην προκειμένη περίπτωση, έστω και χωρίς πολυτέλειες ή αναμνηστικές φωτογραφίες, για όσους τρελούς αποφασίσαμε φέτος να τρέξουμε τα 24 χιλιόμετρα, μονοπατιού στον πανέμορφο αγώνα ορεινού δρόμου που έγινε και φέτος στη Σκιάθο τον περασμένο Σεπτέμβρη, δύο βδομάδες μετά τον πρώτο καταποντισμό και τρεις μέρες πριν τον δεύτερο, το έτος 49 Μετά-Πολίτευσης. Η οργάνωση όμως έρχεται σε πολλές γεύσεις και σε διάφορα μεγέθη, ενώ οι προσδοκίες του κάθε ωφελούμενου από αυτή μπορεί να μη συμβαδίζουν πάντοτε με την πραγματική οργάνωση που παρέχεται κατά περίπτωση. Για να το κάνουμε πιο λιανά, φίλε αναγνώστη, αν εσύ θες, για παράδειγμα, να αγοράσεις ένα κινητό, είναι πιθανό να περιμένεις ότι στη συσκευασία σου θα βρεις τον φορτιστή της συσκευής σου. Αν όμως πιστέψεις εσφαλμένα ότι, ας πούμε, το iphone είναι κυρίως κινητό και όχι συσκευή lifestyle και αναψυχής, ίσως ανακαλύψεις με κάποια δυσαρέσκεια ότι η συσκευασία σου δεν περιέχει φορτιστή. Στην πραγματικότητα, όπως θα σου εξηγούσε και ένας έγκριτος Έλληνας μεγαλοδημοσιογράφος ή και ο ίδιος ο Υπουργός Εμπορίου, δεν σε κορόιδεψε κανείς. Ήταν απλώς μια αναντιστοιχία προσδοκιών.
Όχι, δεν μου σάλεψε εντελώς, φίλε αναγνώστη, απλώς ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή στο πόσο εύκολα μπορούμε κάποιες φορές να σχηματίσουμε μια εντελώς λανθασμένη προσωπική ή και συλλογική αντίληψη για το οτιδήποτε, είτε μιλάμε για τη φύση ενός αγώνα δρόμου, είτε για τα τυπικά και αναμενόμενα καθήκοντα ενός αιρετού αξιώματος. Αν απορείς πώς μου σφηνώθηκε κάτι τέτοιο στο κεφάλι, η καλύτερη απάντηση που έχω να σου δώσω είναι ότι στα τέλη του περασμένου Σεπτέμβρη είχα πάνω από τέσσερις συνεχείς ώρες να το καλοσκεφτώ, σκαρφαλώνοντας σβέλτα μονοπάτια και πετώντας πάνω από καλντερίμια και κατσάβραχα, προσπαθώντας να μη σφηνώσω το κεφάλι μου σε κάποιο χαντάκι. Πάλι βασάνιζα τον εαυτό μου με τους πιο εφευρετικούς τρόπους για προσωπική διασκέδαση, όπως κατάλαβες, αλλά το τελικό αποτέλεσμα με αντάμειψε με κάτι παραπάνω από το όμορφο ξύλινο μετάλλιο συμμετοχής του αγώνα και τα πανέμορφα τοπία της Σκιάθου, τα οποία ωστόσο έχουν πληγεί και αυτά σημαντικά από τα φετινά πρωτοβρόχια που ρήμαξαν ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Όταν γράφτηκα, βλέπεις, σε αυτόν τον αγώνα trail, έχοντας ήδη μια κάποια εμπειρία από τρέξιμο στην άσφαλτο, τρέξιμο σε χωματόδρομο και πεζοπορία στο βουνό, πίστευα πως ήμουν ο τέλειος αθλητής για μια τέτοια διοργάνωση: το ’χω στο τρέξιμο, έλεγα, οι ανηφόρες δεν με φοβίζουν και γνωρίζω πώς να πατήσω για να κατέβω ένα μονοπάτι, σε αντίθεση με το 90% των Αθηναίων. Θα τρέξω στο βουνό, έλεγα, θα είναι εύκολο, έλεγα, μέχρι το τρίτο χιλιόμετρο από τα 24 του αγώνα, όπου μπήκαμε απευθείας σε μια από τις δυσκολότερες αναβάσεις που έχω κάνει στη ζωή μου. Σε χωματόδρομο. Για ζέσταμα, όπως έλεγαν χαριτολογώντας τα παιδιά της οργάνωσης που μας έδειχναν τον δρόμο. Ε, ρε, γλέντια! Ακούγοντας τις ανησυχητικά βαριές ανάσες των συναθλητών μου για σάουντρακ, και ενώ το ρολόι μου μετρούσε ήδη 170 παλμούς το λεπτό, άρχισα να καταλαβαίνω πού ακριβώς είχα γραφτεί. Όταν λέμε trail, φίλε αναγνώστη, εννοούμε τρέξιμο σε μονοπάτι(!) με κάποια σπάνια και αναζωογονητικά διαλείμματα χωματόδρομου. Και στη Σκιάθο, της κλιματικής καταστροφής και της οικονομίας της αγοράς, τα μονοπάτια είχαν γίνει φέτος χαντάκια και (ενεργοί) χείμαρροι, ενώ οι χωματόδρομοι είχαν γίνει η χαρά του λασπόλουτρου.
Τίποτα από όλα αυτά βέβαια δεν θα πείραζε έναν καλοπροπονημένο αθλητή ή έναν επίσης προπονημένο χομπίστα σαν εμένα που γράφεται σε αγώνες δρόμου για την εμπειρία. Αυτό που πραγματικά με πείραξε, εκτός από τις διαρκείς λακκούβες, καθεμία από τις οποίες μπορούσε να σου σπάσει τον αστράγαλο για πλάκα πριν σε στείλει σε μια κουτρουβάλα 80 μέτρων ανάμεσα σε κροκάλες, βάτα και κορμούς πεσμένων δέντρων, ήταν το πόσο λάθος αποδείχτηκαν οι προσδοκίες μου για αυτόν τον αγώνα. «Έλα, μωρέ, σε τρεις ωρίτσες θα έχουμε ξεμπερδέψει και θα πίνουμε μπυρίτσα στον τερματισμό», είχα πει την προηγούμενη σε μια συναθλήτρια. Ήταν μόνο όταν μπήκα στην τρίτη ώρα του αγώνα, έχοντας διανύσει μόλις τα 2/3 της διαδρομής, που συνειδητοποίησα, εντελώς εξαντλημένος για να σηκώσω ακόμα και το μισόλιτρο πλαστικό μπουκάλι από τον σταθμό ανεφοδιασμού, ότι ο λόγος που έπεσα τόσο έξω στις εκτιμήσεις μου ήταν η αλαζονεία που είχε θρέψει στο μυαλό μου αυτή η αίσθηση της πείρας, η ψευδαίσθηση του «ξέρω, ρε συ».
Άφησα ελαφρώς ντροπιασμένος στον πάγκο το μισοάδειο μπουκάλι που δεν είχα κουράγιο να κουβαλήσω για άλλα τρία χιλιόμετρα και δεν ήθελα να πετάξω κάπου μέσα στο δάσος, ενώ μία από τις εθελόντριες μάζευε λίγο παρακάτω το άδειο κέλυφος ενός άλλου μπουκαλιού που είχε πετάξει ο κάπως ανταγωνιστικότερος μπροστινός μου συναθλητής. Ατομική ευθύνη και αηδίες, σου λέει μετά… Λες πως αγαπάς το περιβάλλον, έχεις πιει μόνο έναν καφέ σε πλαστικό από την αρχή της χρονιάς και γενικά το παίζεις φυσιολάτρης σε επίπεδα υποκρισίας – και να που γίνεται κάτι και ξαφνικά υποχρεώνεσαι από ανωτέρα βία να πίνεις νερό από πλαστικά μπουκάλια, εντός κι εκτός αγώνα, και να χρησιμοποιείς προϊόντα μίας χρήσης σε κάθε ευκαιρία. Πώς να γίνει αλλιώς, όταν ζεις στη Θεσσαλία που δεν είχε πόσιμο νερό και αποχέτευση για έναν μήνα και βάλε μετά τις βροχές του Σεπτέμβρη! Είμαστε λοιπόν όλοι υποκριτές της πλάκας και είναι αυτή η κατάσταση που ζούμε θέμα ανωτέρας βίας; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά.
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σίγουρα κάποιος κάπου θα μπορούσε να έχει προετοιμαστεί λίγο καλύτερα. Καλά, δεν σου λέω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε αποτρέψει τα μονοπάτια της Σκιάθου από το να γίνουν χαντάκια έπειτα από τις βροχοπτώσεις του Σεπτέμβρη, αλλά, πώς να το πω, στη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων κάποιος θα μπορούσε να είχε σκεφτεί να καθαρίσει έστω το χώμα από το κέντρο της πόλης, όπου τελείωσε ο αγώνας και όπου έγινε η απονομή των μεταλλίων στους νικητές του από τους εκλεγμένους άρχοντες του νησιού. Όχι σε όλους τους νικητές. Βλέπεις, φίλε αναγνώστη, τα 24 χιλιόμετρα γυναικών χρειάστηκαν λίγο παραπάνω χρόνο για να αναδείξουν νικήτριες, και έτσι η εξαιρετική ντόπια αθλήτρια που κέρδισε την τρίτη θέση στην κατηγορία των γυναικών δεν είχε τη χαρά να βραβευτεί από την Αυτοδιοίκηση του νησιού. Ήταν όμως οι τοπικοί άρχοντες υποχρεωμένοι να κάτσουν στη σκόνη που δεν είχε καθαριστεί για να ολοκληρώσουν τη βράβευση της συντοπίτισσάς τους;
Ούτε αυτό το ξέρω με σιγουριά. Τον τελευταίο καιρό ανακαλύπτω πως πολλά από αυτά που θεωρούμε δεδομένα είναι στην ουσία απλώς άγραφες συμβάσεις που μπορούν να παρακαμφθούν χωρίς δεύτερη σκέψη, όσο κάποια επουσιώδη ζητήματα αναδεικνύονται σε βασικά σημεία προσοχής. Μπορεί, για παράδειγμα, να περιμένεις ότι μια χώρα της Ευρώπης θα έχει πόσιμο νερό, αλλά να ανακαλύπτεις ότι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής της ΕΕ βρίσκεται αλλού, κάπου στα βορειοανατολικά σύνορά της. Ή μπορεί να περιμένεις πως ένας εκλεγμένος πολιτικός ηγέτης θα έβαζε σε προτεραιότητα την αντιμετώπιση της κλιματικής κατάρρευσης, αλλά αντ’ αυτού να βλέπεις κάποια μέτρια ποστ στα σόσιαλ μίντια. Ή μπορεί να ξεκινάς να τρέξεις σε ανηφορικό τσιμεντόδρομο και τελικά να τρέχεις σε όλες τις παραλλαγές του κατσικόδρομου. Αν και οι λάθος προσδοκίες μπορούν σε κάθε περίπτωση να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, το τελευταίο το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Το τελευταίο μόνο.