Διαβάζοντας το βιβλίο της Σούζαν Σόνταγκ On Photography, έπεσα πάνω στις σκέψεις της πάνω στην ψυχολογία του φωτογράφου. Σύμφωνα με τη Σόνταγκ, ο φωτογράφος, και δη ο επαγγελματίας, είναι ένας voyeur, ελληνιστί: ηδονοβλεψίας. Είναι κάποιος που αντλεί ευχαρίστηση από την παρατήρηση της δράσης γύρω του, στην οποία όμως μένει αμέτοχος. Καταγράφει τα γεγονότα, βάζει ίσως τη ζωή του σε κίνδυνο, ειδικά αν είναι πολεμικός φωτογράφος, αλλά η ματιά του είναι πάντα διαφορετική από των ανθρώπων που εμπλέκονται στη δράση. Η κάμερα δημιουργεί ένα όριο ανάμεσα σε ό,τι βρίσκεται μπροστά στον φακό και στο άτομο από πίσω. Η φωτογράφιση δύσκολων καταστάσεων (φτώχεια, βία) είναι μια δραστηριότητα των αστών που μπορούν με μια κάμερα να εκδηλώσουν την περιέργεια και τη συμπόνια τους για τη δυστυχία των λιγότερο τυχερών. «Αλλά, ουσιαστικά, η κάμερα μετατρέπει τον καθένα σε τουρίστα μέσα στην πραγματικότητα των άλλων, και τελικά και στη δική του» [Sontag, Susan (2008). On Photography. London: Penguin Books, p. 57].
Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι θα είχε να πει αν ζούσε στην εποχή των social media. Πλέον δεν είναι μόνο οι επαγγελματίες και οι λάτρεις της φωτογραφίας που έχουν μια κάμερα πάνω τους ανά πάσα στιγμή. Ο καθένας έχει ένα κινητό και επιπλέον έχει το βήμα να δημοσιεύσει και να γίνει το υλικό του άμεσα προσβάσιμο παγκοσμίως, γεγονός που φυσικά έχει φέρει καινούριες καταστάσεις στο τραπέζι. Για παράδειγμα, τόσα και τόσα περιστατικά αστυνομικής βίας έχουν βγει στο φως, γιατί περαστικοί τράβηξαν βίντεο – περιστατικά που, αν η τεχνολογία δεν υπήρχε, θα είχαν κρυφτεί εύκολα κάτω από το χαλί.
Φυσικά, τα λόγια της Σόνταγκ ισχύουν και εδώ: οι μάρτυρες είναι αμέτοχοι. Θα μπορούσαν να αφήσουν τα κινητά και να ορμήξουν στους αστυνομικούς. Πιθανότατα θα πέθαιναν. Ίσως όχι όλοι, αν ήταν πολλοί αυτοί που θα αντιδρούσαν, αλλά σίγουρα κάποιοι θα συναντούσαν τις σφαίρες τους. Θα ήταν ηρωικό βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τέτοια αυτοθυσία, η οποία είναι όμορφη στα λόγια, αλλά εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη. Ποιος από μας είναι σίγουρος ότι θα μπορούσε να το κάνει; Το να σηκώσεις το κινητό, είναι κι αυτό μια γενναία κίνηση. Η κάμερα γίνεται το όπλο αυτού που δεν μπορεί να αντιδράσει αλλιώς χωρίς να χάσει τη ζωή του. Φαντάζομαι πως στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ήξεραν πως αφού οι αστυνομικοί δεν πτοήθηκαν από τη θέα των κινητών και τη γνώση της επικείμενης δημοσιοποίησης της πράξης τους και δεν σταμάτησαν, ο Φλόιντ θα πέθαινε. Το μόνο που έμενε, ήταν να συνεχίσουν να είναι εκεί και να διασφαλίσουν ότι θα κινητοποιηθούν όσοι δουν το βίντεο, ποντάροντας στη διασπορά μέσα από τα social media. Αν δεν μπορείς να σώσεις τον άνθρωπο μπροστά σου, τουλάχιστον βοήθησε στην απονομή της δικαιοσύνης για την προστασία των επόμενων θυμάτων.
Όλα αυτά δεν είναι ακριβώς καινούρια. Υπήρχε και στο παρελθόν η θέληση από τους φωτογράφους να ασκήσουν πίεση μέσω αποκαλυπτικών εικόνων, για να υποκινήσουν μια αλλαγή στο σύστημα. Τώρα όμως, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που αναφέρει η Σόνταγκ, η πίεση ασκείται και μέσα από την κοινότητα, όχι απαραίτητα από τον περαστικό επαγγελματία, αλλά από ανθρώπους που ξέρουν ότι μπορεί να είναι τα επόμενα θύματα. Η καταγραφή μοιάζει όλο και λιγότερο αμέτοχη ή ουδέτερη.