Στα ντοκιμαντέρ Minimalism (2015) και Less is Now (2021) που σκηνοθέτησε ο Ματ Ντ’ Αβέλα και είναι διαθέσιμα μέσω της πλατφόρμας του Netflix, ο Τζόσουα Φιλντς Μίλμπερν και ο Ράιαν Νικοντίμους, γνωστοί και ως «Οι Μινιμαλιστές» (www.theminimalists.com), προτείνουν μία διαφορετική προσέγγιση της ζωής και του τρόπου να τη ζει κανείς εν γένει.
Γεγονότα-σταθμός στη ζωή τους –δυσάρεστα, ως επί το πλείστον– που ταρακούνησαν τους δύο φίλους, τους οδήγησαν μέσω μιας εσωτερικής διαδικασίας στη συνειδητοποίηση πως, τελικά, ουκ εν τω πολλώ το ευ. Η διαρκής επιδίωξη επαγγελματικής ανόδου και καταξίωσης, η οποία αποτελούσε αυτοσκοπό γι’ αυτούς από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς τους, αποδείχτηκε πως δεν ήταν παρά μία φούσκα που έσκαγε. Διαπίστωσαν, μάλιστα, πως όσο περισσότερα χρήματα κέρδιζαν, τόσο περισσότερο κατανάλωναν, τρέφοντας την αυταπάτη –και, πολλές φορές, όχι συνειδητά– πως με αυτόν τον τρόπο θα κάλυπταν διάφορα εσωτερικά «κενά», χωρίς, ωστόσο, να βιώνουν ουσιαστικά ικανοποίηση και πληρότητα. Και κάπως έτσι, μπήκε ο μινιμαλισμός στη ζωή τους.
Ο μινιμαλισμός, ωστόσο, δεν συνιστά απόλυτη έννοια. Το να ακολουθεί κανείς έναν μινιμαλιστικό τρόπο ζωής, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να έχει μία και μοναδική κούπα, για να πίνει τον καφέ του, ή ένα και μοναδικό χειμωνιάτικο πανωφόρι. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται στο Less is Now, αν κάποιος, για παράδειγμα, λατρεύει τα βιβλία και διαθέτει μία τεράστια συλλογή στο σπίτι του, ίσα ίσα που επιβάλλεται να τη διατηρήσει. Στην ουσία, το πρόταγμα του μινιμαλισμού είναι η απαλλαγή από οτιδήποτε περιττό.
Πόσο εύκολο είναι, όμως, να κρίνει κανείς τι είναι περιττό και τι όχι; Και αν είναι περιττό τώρα, αλλά φανεί χρήσιμο αργότερα; «Ξέρεις πόσα παντελόνια μέτρησα που έκανα τις ντουλάπες; Εβδομήντα!» μου είπε μια φίλη τις προάλλες. «Και πόσα φοράς;» «Τρία». Ε, αυτό, ας πούμε, είναι ένα καλό κριτήριο, για να αντιληφθεί κανείς τι θεωρείται περιττό. Και τα ρούχα είναι ένα μόνο παράδειγμα. Με τα βιβλία, ας πούμε, τι γίνεται; Με τα εκατοντάδες κλασικά που δεν έχουν ανοιχτεί ποτέ, αλλά υπάρχουν στα ράφια; Με τα λογοτεχνικά που σπανίως διαβάζονται δεύτερη φορά; Με τα παιδικά και εφηβικά αναγνώσματα που είθισται να φυλάσσονται; Και ο κατάλογος όλο και μακραίνει, και επεκτείνεται και σε μη υλικά «αγαθά». Πόσο μεγάλη είναι η λίστα των φίλων στο Facebook; Χρειάζεται να είναι τόσο μεγάλη; Είναι σημαντικό, βέβαια, να επισημανθεί πως όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά και απολύτως σχετικά. Τίποτα δεν είναι κατακριτέο και τίποτα δεν επιβάλλεται. Άλλωστε, μινιμαλιστής, συνήθως, γίνεται κανείς από μόνος του.
Εξασφαλίζει, όμως, ο μινιμαλισμός την ευτυχία; Ρητορική η ερώτηση. Κανείς δεν γίνεται αυτομάτως και ως δια μαγείας ευτυχισμένος με το να έχει λιγότερα στην κατοχή του (ούτε και με κάποιον άλλον τρόπο – φευ!). Το να μπαίνει, όμως, κανείς στη διαδικασία να αρχίζει να σκέφτεται τι θέλει και χρειάζεται πραγματικά και τι όχι, τον οδηγεί σε μονοπάτια εσωτερικής αναζήτησης, συνειδητότητας και αναγνώρισης και αποδοχής της ταυτότητάς του, με άξονα τον ίδιο του τον εαυτό και όχι τις προσδοκίες τρίτων – και αυτό είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα.
Η αρχή είναι δύσκολη, κακά τα ψέματα. Από τη στιγμή, όμως, που θα μπει το πρώτο αντικείμενο στην τσάντα, όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Το κόλπο είναι να ξεκινά κανείς με όσα του είναι πιο εύκολο να αποχωριστεί – από τα μεγαλύτερα και ίσως ουσιαστικότερα «βάρη» ενδεχομένως να μην καταφέρει ποτέ να απαλλαγεί, άλλωστε. Και πού θα καταλήξουν όλες αυτές οι τσάντες; Σε κάθε περίπτωση, όχι στα σκουπίδια! Η γκάμα είναι ανεξάντλητη. Τοπικές βιβλιοθήκες; Νοσοκομεία; Ορφανοτροφεία; Σχολεία φυλακών; Γηροκομεία; Δομές προσφύγων; Φιλανθρωπικές οργανώσεις; Οργανώσεις αλληλεγγύης; Ό,τι ταιριάζει στον καθένα. Και τότε, ναι. Η αίσθηση της πληρότητας, παροδικά έστω, θα ακολουθήσει, συνοδευόμενη, μάλιστα, από την απελευθερωτική αίσθηση της περισσότερης «άπλας» (που αναπόφευκτα ωθεί το άτομο στη δημιουργία), τη μείωση του άγχους και την εντυπωσιακή αύξηση του ελεύθερου χρόνου, που μπορεί να αξιοποιηθεί στα ουσιαστικά (και ουσιαστικό μπορεί να είναι και το τίποτα, αν αυτό χρειάζεται κανείς μία δεδομένη στιγμή). Ε, και λιγότερο καθάρισμα, έτσι; Να τα λέμε και αυτά.