Μέχρι πριν από λίγο καιρό, η τελευταία φορά που θυμόμουν τον εαυτό μου να τρέχει χανόταν στα βάθη των λυκειακών χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχετική εμπειρία περιοριζόταν όλη κι όλη στο δίλεπτο του ζεστάματος με το οποίο ξεκινούσε κάθε φορά το μάθημα της Γυμναστικής. Έκτοτε είχαν γίνει άλλες δύο –συντομότατης διάρκειας και άδοξες– απόπειρες: μία στο δεύτερο έτος των προπτυχιακών μου σπουδών και άλλη μία στην πρώτη καραντίνα. Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Η ετυμηγορία είχε βγει, με δικαστή –φυσικά– εμένα: «Δεν μπορώ να τρέχω». Το είχα πιστέψει και το είχα αποδεχτεί, κι ας μην υπήρχε τίποτα στην ανατομία μου ή στη φυσιολογία μου που να μπορούσε να επιστρατευτεί ως έρεισμα για την (αυτό)περιοριστική μου αυτή πεποίθηση.
Ώσπου πριν από περίπου έναν μήνα, ένα απόγευμα που είχα βγει για περπάτημα, ήρθε ξάφνου μόνη της –κούνια που με κούναγε– η σκέψη. «Βρε, δεν δοκιμάζω να τρέξω και λίγο;» Έβαλα στο κινητό να παίζει ένα αγαπημένο μου κομμάτι και ξεκίνησα χωρίς καμία προσδοκία, καθαρά και μόνο από περιέργεια, διερωτώμενη μάλιστα ποιος θα τέλειωνε, άραγε, πρώτος: το κομμάτι ή εγώ. Και –ω του (σχεδόν) θαύματος!– το ένα λεπτό έγινε δύο, τα δύο γίναν πέντε, τα πέντε δέκα, ύστερα δεκαπέντε και στο τέλος είκοσι! Εγώ, που ήμουν σίγουρη ότι δεν μπορούσα να τρέξω περισσότερο από όσο διαρκεί ένα τραγούδι, έτρεξα επί είκοσι ολόκληρα λεπτά! Και η περιοριστική σκέψη μεμιάς ξεριζώθηκε. Και άρχισαν να παίρνουν σειρά κι άλλες, χώρια από αυτές που είχαν προηγηθεί: γιόγκα, πεζοπορία, δίπλωμα οδήγησης…
Μία από τις πιο χρήσιμες συμβουλές που μου έχουν δώσει είναι η εξής: «Το να ελέγξεις την πράξη είναι πιο εύκολο από το να ελέγξεις τη σκέψη. Ξεκίνα λοιπόν από την πράξη, και η σκέψη θα ακολουθήσει». Δηλαδή: «Ξεκίνα από τα “εξωτερικά”, για να πάρουν σειρά και τα “εσωτερικά” (βλ. “υπαρξιακά”)». Και ο μινιμαλισμός, ως φιλοσοφία και τρόπος ζωής, παρόμοια βάση έχει. Σαφώς, σαφέστατα και αναμφίβολα, ως όντα είμαστε ατελή μεν, με υπομονή και επιμονή δυνάμει διαρκώς εξελισσόμενα δε. Μου πήρε είκοσι εννιά χρόνια για να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να αναπνέει από το διάφραγμα (για την ακρίβεια, λιγότερα, μιας και, όταν είμαστε παιδιά, η αναπνοή μας είναι κατά κύριο λόγο διαφραγματική – μετά μας παίρνει η μπάλα και ο κατήφορος) και για να αντιληφθώ ότι η σωστή εκπνοή είναι το χρυσό κλειδί στο τρέξιμο και την άθληση εν γένει.
Και κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις συνειδητοποιήσεις, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου και το αγαπημένο μότο μιας καλής μου φίλης: «Δεν είμαστε δέντρα». Σύμφωνοι, δεν είμαστε δέντρα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Πέτρα που κυλάει, δεν χορταριάζει», δεν λέει και ο λαός; Δρόμο οι περιοριστικές σκέψεις, δρόμο οι περιοριστικές πράξεις! Δεν είναι όμως κάπου-κάπου ζηλευτές οι ρίζες και οι χοντροί κορμοί; Κι ας είσαι φυλλοβόλο – δύσκολο να είσαι αειθαλές. Κι ας μη σε σηκώνουν όλα τα χώματα.
Και αναρωτιέμαι: να είσαι δέντρο ή να μην είσαι τελικά; Και πώς ορίζεται το δέντρο; Τι είναι δέντρο, τι μη δέντρο, και τι τ’ ανάμεσό τους;
Το δάσος πάντως έχει σίγουρα χαθεί…