Είχα την τύχη να εξασφαλίσω ένα εισιτήριο για το πολυαναμενόμενο INK του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Πριν δω την παράσταση και πριν γράψω αυτό το κείμενο, επέλεξα συνειδητά να μην ανατρέξω σε απολύτως τίποτα από τα πολλά που έχουν γραφτεί, προσπαθώντας να αποφύγω την παγίδα της ασυνείδητα προκατειλημμένης αναπαραγωγής αλλότριων θέσεων, μιας και η βαθύτερη ουσία της τέχνης μπορεί μεν να λειτουργεί καθολικά και αρχετυπικά, αλλά η ενίοτε επίπλαστη «βαβούρα» κουβαλά κι αυτή μπόλικο… μελάνι.
Η παράσταση φαίνεται πως αργεί να ξεκινήσει. Από ένα λάστιχο αρχίζει να τρέχει νερό, με αυξομειούμενη ένταση, και θα συνεχίσει να τρέχει μέχρι το τέλος: το σύμβολο του εξαγνισμού, αλλά και της ζωής. Ο ντυμένος άνδρας (Δημήτρης Παπαϊωάννου) κάθεται σε μία καρέκλα για ώρα, δίχως να κάνει τίποτα, σαν να περιμένει το κοινό να καταλαγιάσει και να εισέλθει σταδιακά στον κόσμο του συγκεντρωμένο. Ίσως πάλι το κάνει, για να συμβολίσει τον χρόνο που περνά – άπρακτος, όπως οι προθεσμίες στα νομικά κείμενα. Ίσως πάλι παίζει, για να δει ποιος θα αντέξει. Ίσως ειρωνεύεται τη σύγχρονη τέχνη που μετατρέπει τα σκοπίμως αφημένα στο πάτωμα γυαλιά σε μουσειακό έκθεμα. Ίσως δοκιμάζει την υπομονή του κοινού, για να το ανταμείψει στη συνέχεια. Ίσως τίποτα από τα παραπάνω, ίσως κάτι άλλο ή ίσως τίποτα απολύτως. Και ξάφνου κίνηση – προπομπός της εμφάνισης της δεύτερης φιγούρας της παράστασης, του γυμνού άντρα (Šuka Horn). Και η μονομαχία αρχίζει. Σώματα που μπορούν να κάνουν τα πάντα και που σε κάνουν να αναρωτιέσαι, αφού μπορούν να κάνουν τα πάντα, τι άλλο μπορούν να κάνουν.
Δεν εξέλαβα την παράσταση ως μια ιστορία ομοφυλοφιλικού έρωτα, όπως συζητιόταν κατά την έξοδο από την αίθουσα, κι ας παρέπεμπαν διάφορες κινήσεις στην ερωτική πράξη, κι ας φάνηκε πως κάποια στιγμή υπήρξε ένωση, από την οποία προέκυψε ένα… χταπόδι που σε ένα σημείο υπάρχει ο υπαινιγμός πως κατέστρεψε ο ντυμένος άνδρας, σαν άλλος Κρόνος-Χρόνος – ένα χταπόδι που άλλοτε λειτουργούσε ως εσώρουχο του γυμνού άνδρα και άλλοτε ως «μπαλάκι» που πετούσαν ο ένας στον άλλον.
Η παράσταση μου έδωσε την αίσθηση ότι μιλά για μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία, την αγωνία του κυριολεκτικού και μεταφορικού τέλους. Στο INK ο ντυμένος άνδρας δεν συνομιλεί με τον εραστή του, αλλά με τον νεότερο εαυτό του. Άλλοτε τον ζηλεύει, άλλοτε προσπαθεί να τον τιθασεύσει και να τον καταπνίξει, άλλοτε τον χτυπά με λύσσα (σαν χταπόδι), άλλοτε επιχειρεί να τον ξεγελάσει και να τον δελεάσει με μαγικά κόλπα και μουσικές, άλλοτε τον μετατρέπει (κυριολεκτικά) σε μαριονέτα. Δεν είναι επίσης, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι ο ντυμένος άνδρας φορά μαύρα (χρώμα και του μελανιού), ενώ ο γυμνός άντρας είναι ακριβώς αυτό: γυμνός. Η αντίθεση μαύρου-άσπρου και ντυμένου-γυμνού (λερού-αγνού) φέρνει στη μνήμη τις βιβλικές ιστορίες για την αγνότητα των πρωτόπλαστων πριν από την Έξοδο. Στο INK όμως το «φύλο συκής», το χταπόδι, το πετάει ο ίδιος ο ντυμένος άνδρας στον γυμνό να το φορέσει – ενίοτε το χρησιμοποιεί κι αυτό ως παιχνίδι, για να τον ξεγελάσει. Στην πορεία του έργου φαίνεται πως η αντιπαράθεση εντείνεται. Ο ντυμένος άνδρας «θάβει» τον γυμνό κάτω από τη σκηνική γη και, κάθε φορά που ο δεύτερος αποπειράται να ξεμυτίσει, τον καταπνίγει. Ο γυμνός άνδρας φαίνεται όμως πως μεγαλώνει κι αυτός. Δυναμώνει, και οι ρόλοι αντιστρέφονται: με το πέρασμα των χρόνων παραμερίζεται η αγνότητα. Και ύστερα πάλι συμφιλιώνονται, παίζουν, ερωτοτροπούν. Αλλά οι δύο εαυτοί παλεύουν διαρκώς.
Η παράσταση είναι ένα ιδιοφυές, καλοδουλεμένο και άρτια εκτελεσμένο χορευτικό υπερθέαμα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ακόμα και μία μεγάλη μπάλα με νερό που υπήρχε πάνω στη σκηνή –με το νερό να καθιστά απρόβλεπτη την κίνησή της– ήταν υπολογισμένο πού και πώς θα σταθεί ύστερα από κάθε μετακίνηση και περιστροφή της – σαν άλλη ρώσικη ρουλέτα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η παρουσία πολλών διακειμενικών-διακαλλιτεχνικών αναφορών, οι οποίες με τόλμη καταγράφονται στο έντυπο πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Παπαϊωάννου. Κάποιες είναι πρόδηλες, ενώ άλλες μαρτυρούν την κοπιώδη (δι)ερευνητική –ακόμα και ακαδημαϊκή, θα μπορούσαμε να πούμε– τεκμηριωμένη σκέψη που συνειδητά ή ασυνείδητα προηγήθηκε της παράστασης αυτής καθαυτή, λειτουργώντας παράλληλα και ως πηγή έμπνευσης.
Το είδος των αναφορών είναι αποκαλυπτικό της ευρύτητας της ματιάς του Δημήτρη Παπαϊωάννου ως καλλιτέχνη. Το θραύσμα ενός μυκηναϊκού αμφορέα από τον 15ο αιώνα π.Χ., ιαπωνικά ερωτικά βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες (Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου, Οδύσσεια του Διαστήματος και Άλιεν), πίνακες ζωγραφικής (Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων του Ιερώνυμου Μπος, Ο Κρόνος τρώει ένα από τα παιδιά του του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, Λαοκόων του Ελ Γκρέκο), φωτογραφίες (των Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, της NASA, του Νίκολα Τέσλα στο εργαστήριό του), παραστάσεις και περφόρμανς (του Γιόζεφ Μπόις, του Ταντέους Κάντορ, freak show), καθώς και γεγονότα-σταθμός (αιχμαλώτιση φυσικών φαινομένων σε εσωτερικό χώρο από επιστήμονες, αγέννητα βρέφη σε βάζα με φορμόλη) αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τις πηγές της έμπνευσής του. Για ακόμα μία φορά καταρρίφθηκε φωναχτά ο έωλος μύθος της παρθενογένεσης, και δεν το κρύβω πως χαμογέλασα, όταν είδα και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στην αίθουσα, ο οποίος προσφάτως, απαντώντας στα πυρά περί αντιγραφών που διαρκώς δέχεται, είχε πει πως κάποτε τον είχαν κατηγορήσει ότι σε μία σκηνή κάποιου έργου του υπήρχαν κορνίζες στον τοίχο δίπλα σε κάτι σκάλες και ότι αυτό το είχε αντιγράψει από κάπου. Και στο πατρικό του σπίτι όμως η μητέρα του έχει κορνίζες στις σκάλες, όπως είπε…
Στο τέλος ο γυμνός άνδρας εξαφανίζεται. Κέρδισε ο ντυμένος, φαίνεται. Τον έθαψε τον γυμνό, τα κατάφερε. Μόνο λίγο πριν από το τέλος εμφανίζεται ξαφνικά για λίγο, για να εξαφανιστεί έπειτα οριστικά. Ίσως πρόκειται για τη συνειδητοποίηση της οριστικά παρελθούσας νιότης, ίσως πρόκειται για μια στιγμιοτυπική ανάμνηση του ντυμένου άνδρα ή ίσως πάλι πρόκειται για «εθελούσια αποχώρηση» («αυτοκτονία»; «ευθανασία»;) του γυμνού άνδρα. Και ο ντυμένος άνδρας μένει πλέον μόνος, να χτυπά και να σβουρίζει το («)χταπόδι(»), που, για να το («)φας(»), πρέπει πρώτα να το εξευτελίσεις. Όσο νερό κι αν τρέχει όμως στη σκηνή, το μελάνι του υπαρξιακού άγχους δεν ξεπλένεται, δεν ξεβάφει. Μένει σαν το μελάνι στην παλάμη του «κακού», «αυτόχειρα» αριστερόχειρα. Απλώς κάποια στιγμή το συνηθίζεις.