Πάνε χρόνια τώρα που, όποτε αρχίζει και ψυχραίνει ο καιρός, επιβεβαιώνω ξανά και ξανά μια παλιά ξεχασμένη σοφία: το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο. Όχι, φυσικά και δεν μιλάω για κάτι τόσο τετριμμένο όσο τα χαστούκια σε ξανθιές μαθήτριες. Ούτως ή άλλως, γι’ αυτό το… λειτούργημα έχουμε πλέον και ένα ξεχωριστό «εκπαιδευτικό» σώμα που, όπως φαίνεται, αγωνίζεται ήδη να συγκεντρώσει τάχιστα έναν σημαντικό όγκο έργου, για να πείσει για την αυταπόδεικτη αξία του. Την ώρα όμως που αναβιώνουμε τις παιδαγωγικές ιδιότητες του φατούρου, εγώ θα ήθελα απλώς να μιλήσω για το βαρύ, ανθεκτικό και ζωντανό υλικό από το οποίο πιθανότατα δεν είναι φτιαγμένα τα περισσότερα έπιπλά σου, αν έχεις κάνει ανακαίνιση κάπου τα τελευταία 20 χρόνια. Το ξύλο είναι ένα πολύτιμο υλικό που μπορεί να μας μάθει πολλά για τον κόσμο που καταστρέφουμε με σχεδόν κάθε πράξη μας ως κοινωνία. Από μικρό παιδί το είχα καταλάβει, μυρίζοντας τα μολύβια μου όσο η δασκάλα χρησιμοποιούσε την απαρχαιωμένη παιδαγωγική τακτική να μη μας δέρνει. Η ξυλογλυπτική όμως, φίλε αναγνώστη, είναι μια τέχνη που μπορεί να μας μάθει ακόμα περισσότερα για τον εαυτό μας.
Δεν θυμάμαι να σου πω πώς έπιασα πρώτη φορά το ξύλο κι έκοψα μέσα του, να του δώσω σχήμα. Σίγουρα πάντως θα κρατούσα στα χέρια μου το μαχαίρι και κάτι θα ήθελα να κόψω, κάτι να μεταμορφώσω, κάτι να δημιουργήσω. Και μπορεί από τότε να έχω δημιουργήσει αρκετά μπιχλιμπίδια κάθε είδους, όμως το μεγαλύτερο και πιο περήφανο εν εξελίξει έργο μου είναι τα ίδια μου τα χέρια. Γιατί, όταν αποφασίζεις να σκαλίσεις το ξύλο, πάνω απ’ όλα ψάχνεις να δοκιμάσεις τα χέρια σου. Πόσο αντέχουν και πόσο σταθερά είναι, πόση δύναμη μπορούν να δώσουν και με πόση ακρίβεια μπορούν να την οδηγήσουν. Θέλεις να αποδείξεις κάτι στον εαυτό σου. Από μια άποψη, θέλεις να δοκιμάσεις τα όριά του. Βρίσκεσαι ξαφνικά με ένα ξύλο στο ένα χέρι, και στο άλλο κρατάς ένα πολύ, μα πολύ κοφτερό αντικείμενο, συνήθως ένα μαχαίρι. Αυτό μπορεί να κόψει το ξύλο ή το χέρι σου. Εσύ προσπαθείς να κόψεις το ξύλο.
Ένα από τα βασικότερα μαθήματα της ξυλογλυπτικής, βέβαια, είναι ότι τα πράγματα δεν πάνε πάντα σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Κι αυτή την αλήθεια αναγκάζεσαι να την εμπεδώσεις, είτε με το καλό είτε με το κακό. Τα λάθη και, ναι, οι τραυματισμοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της όλης διαδικασίας, αφού ακόμα και οι πιο προσεκτικοί κάποτε κόβονται. Ακόμη κι αν προστατευτείς με ένα ζευγάρι χοντρά, άβολα γάντια, το μόνο που ίσως καταφέρεις είναι να μειώσεις την ένταση του τραυματισμού, αφού το μέσο μαχαίρι ξυλογλυπτικής είναι παραπάνω από ικανό να διαπεράσει οποιοδήποτε γάντι. Αντίθετα, το γάντι κάνει πάντα τις κινήσεις σου πιο αδέξιες, τη λαβή σου πιο ασταθή και τους τραυματισμούς συχνότερους. Δύσκολα μαθαίνεις τα μυστικά του χόμπι φορώντας πάντα γάντια ή χωρίς να κάνεις λάθη, μερικές φορές επίπονα. Κι αυτό είναι καλό να μην το ξεχνάμε αυτές τις μέρες που οι προστατευμένοι απαιτούν την τελειότητα απ’ όποιον πράγματι αγωνίζεται να φτιάξει κάτι.
Αλίμονο, όμως, αν η τέχνη αυτή σήμαινε «αρπάζω ένα αιχμηρό αντικείμενο κι όποιον πάρει ο χάρος»! Όποτε πιάνω ένα μαχαίρι ξυλογλυπτικής, νιώθω για μια στιγμή κάτι που μπορώ να το περιγράψω μόνο ως δέος. Ξέρω πως κρατάω ένα αντικείμενο με μεγάλη δύναμη, κάτι που μπορεί να δώσει πολλά ή να πάρει ακόμη περισσότερα, ένα όπλο. Μεγάλη δύναμη να κρατάς ένα όπλο, μεγάλη ανεξαρτησία, αν αναλογιστείς, φίλε αναγνώστη, ποιοι είναι αυτοί που σε κάθε κράτος, δημοκρατικό ή δικτατορικό, έχουν το –αποκλειστικό κάποιες φορές– προνόμιο να τα χρησιμοποιούν. Πριν απ’ όλα, όμως, και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, είναι και μεγάλη ευθύνη. Τα εργαλεία της ξυλουργικής, μαχαίρια, τσεκούρια, σκαρπέλα, πριόνια, πρέπει πάντα να τα χρησιμοποιείς με σεβασμό στο ίδιο το εργαλείο, αλλά και σε ό,τι και όποιον βρίσκεται δίπλα σου. Απαγορεύεται να πιέσεις ανεύθυνα το σίδερο στο ξύλο, όταν στην πορεία της κόψης σου βρίσκεται άλλος άνθρωπος, και γενικά απαγορεύεται να υπερεκτιμάς τις ικανότητές σου, γιατί κάθε λαθάκι σου μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον έναν σοβαρό τραυματισμό, κι αυτό το κατανοείς απόλυτα, όταν το χέρι σου που κρατάει το ξύλο είναι κυριολεκτικά ο πάγκος κοπής. Πόσοι, άραγε, χρήστες των συμβατικών ή συστημικών όπλων μπορούν πράγματι να πουν ότι κατανοούν στο ίδιο τους το σώμα τον πόνο που μπορούν να προκαλέσουν, και πόσο πιο πειθαρχημένα θα τα χρησιμοποιούσαν σε αυτή την περίπτωση;
Πέρα όμως από τα εργαλεία της ξυλογλυπτικής, η ίδια η δημιουργία έχει πάντα κάτι νέο να σου διδάξει, ακόμη κι όταν φτιάχνεις τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Κάθε είδος ξύλου είναι διαφορετικό, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και χρήσεις. Κάθε δέντρο, κάθε κλαδί που πιάνεις, είναι μοναδικό, με ξεχωριστές ίνες και σχήματα που αναπτύχθηκαν για δεκαετίες, ανάλογα με το αν αυτό το δέντρο φύτρωσε σε σημείο που κρατούσε περισσότερη υγρασία ή αν το χτύπησαν οι ξηρασίες, αν είχε πολύ ήλιο ή αν το έπνιγαν άλλα, ψηλότερα δέντρα, αν μεγάλωσε πρόωρα με λιπάσματα ή αν το αποίκησε ένας μικρός στρατός εντόμων που ξέφευγαν από τα φυτοφάρμακα ενός άλλου κτήματος. Όποιο ξύλο κι αν σκαλίζεις όμως, οι ίνες και οι ρόζοι είναι τα δύο πράγματα που οδηγούν κάθε έργο, αυτά που καθορίζουν πού μπορείς να κόψεις και πού όχι. Οι ίνες διευκολύνουν το κόψιμο όσο κόβεις στη φορά τους. Αν όμως πας αντίθετα, το εργαλείο σου δυσκολεύεται και σφηνώνει. Οι ρόζοι, πάλι, μπορεί μεν να μοιάζουν σκληροί και άκαμπτοι, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά παλιές πληγές που έκλεισαν. Αν προσπαθήσεις να τους βγάλεις, πολύ σύντομα το έργο σου θα σπάσει. Και –στην ξυλογλυπτική τουλάχιστον– ό,τι σπάει δεν κολλάει πια. Ό,τι κολλήσει είναι ψεύτικο, κάτι χαλασμένο που προσποιείται ότι δουλεύει.
Ίσως γι’ αυτό αγάπησα τις ξυλοτεχνίες, έτσι όπως, δίπλα σε μια σόμπα που σιγοκαίει τα πιο άτυχα αδέρφια του, ένα κομμάτι ξύλο αποκτάει αργά, μεθοδικά μια στάλα αθανασία. Είναι λίγο πιο αυθεντική αυτή η δημιουργία, λίγο πιο έμψυχο το αποτέλεσμά της. Κι είναι τα τελικά τα έργα ανεκτίμητα για τον τεχνίτη τους, για την αξία τους, μα πάνω απ’ όλα για τον συμβολισμό τους.