Ο Κωνσταντίνος Αγγέλου γεννιέται τον Ιανουάριο του 1973. Το 2002 αποφοιτά με Άριστα και με τιμητική υποτροφία από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και αποκτά Master στη ζωγραφική. Από το 2002 και για δυόμισι χρόνια θα εργαστεί για τον Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ως στέλεχος σχεδιασμού νέων προϊόντων. Το 2006 ιδρύει το ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ – INDEPENDENT ARTIST NETWORK, μία αυτόνομη πλατφόρμα 99 καλλιτεχνών. Το 2015 ιδρύει τη διεθνή biennale SPHINX στη Θήβα, την οποία έκτοτε επιμελείται και συντονίζει. Η biennale συνεργάζεται με σχολές και πανεπιστήμια από την Ελλάδα και τον κόσμο πάνω σε μια πλατφόρμα δράσης συμμετοχική και ανοιχτή στην πόλη και τους κατοίκους της. Ως καλλιτέχνης καταπιάνεται με ολιστικού τύπου έργα που τα ονομάζει «κατασκευές της πραγματικότητας», πολυσύνθετες μορφές εγκατάστασης και διάδρασης. Κατά τα λοιπά, μελετά φιλοσοφία εντατικά, επιμελείται εκθέσεις και γράφει και δημοσιεύει θεωρητικά κείμενα για την τέχνη και όχι μόνο.
– Πώς ορίζεται η «κοινωνική γλυπτική», με την οποία ασχολείστε; Μπορείτε να φέρετε κάποιο έργο σας ως παράδειγμα;
Ο όρος «κοινωνική γλυπτική» αφορά μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον δημιουργικό ρόλο της τέχνης που πρέπει να προεκταθεί στην κοινότητα των ανθρώπων. Η πλαστική, σύμφωνα με τον Γιόζεφ Μπόις που εισήγαγε αυτή την ιδέα, επειδή θέλησε να δώσει περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο στο Fluxus, είναι εκείνη η πράξη –με πολιτικούς όρους– που οφείλει να παράγει ένα διανοητικό ερέθισμα που θα ρεύσει ως μεταμορφωτικό-επαναστατικό στοιχείο ξανά πάλι πίσω στη ζωή. Αυτή, όμως, η διαδικασία δεν εμμένει σε μια σχέση λογικής πληροφόρησης –όπως ένα πολιτικό πρόγραμμα–, αλλά παράγει έναν σύνθετο κόσμο που αφορά βιώματα και αγγίζει συναισθήματα. Η αντιστοίχιση της τέχνης στον σύνθετο χαρακτήρα του ανθρώπου αφορά εδώ ένα αίτημα πολιτικής διεκδίκησης για τη ζωή. Το έργο μου/μας, σε προέκταση των απόψεων του Μπόις, εφαρμόζει ένα σχέδιο δράσης που φτιάχνεται συλλογικά και που εκτείνεται προς την κοινότητα, επιζητώντας τη διερεύνηση μιας εμπειρίας που έρχεται μέσα από μια διαδικασία μύησης που έχει να κάνει με βιώματα και συναισθήματα, με μορφές συνολικότερης γνώσης, θέλοντας να παράγει ένα υπαρξιακό περιβάλλον, μια μορφή νέας κατάστασης. Οι διαδικασίες και οι δράσεις που είναι το έργο-περιβάλλον, λοιπόν, παρεμβαίνουν σε μια διαδικασία διεκδίκησης στην κοινωνική ζωή, προεκτεινόμενες πολλές φορές στον χώρο της πόλης, ανακαθορίζοντας τις σχέσης μας με τους άλλους, με το παρελθόν και το μέλλον.
Μπορώ πάνω σε αυτό να σας μιλήσω για την τελευταία εικαστική, συλλογική, συμμετοχική εγκατάσταση που ετοιμάζουμε, με τίτλο Τα Όρια της Εμφάνειας. Το έργο αποτελεί μια εικαστική υλική εγκατάσταση με ηχητικό υπόβαθρο και ταυτόχρονα μία συλλογική performance με τη συμμετοχή του κοινού, η οποία διερευνά στο επίπεδο της κοινότητας τα όρια του ιερού και τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της μύησης. Εκείνο που επιδιώκουμε είναι ένας εσωτερικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, επικαλούμενοι τον χαμένο ορίζοντα μιας ιδανικής σχέσης προς τη φύση, προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο συμμετέχων καλείται μέσα από τρία διαφορετικά επίπεδα μύησης να οδηγηθεί σε μια διαδικασία μέθεξης στην ανθρώπινη προϊστορία, στην αναγνώριση της άμετρης σχέσης του ανθρώπου με τον πλανήτη που οδηγεί σε μια πράξη κάθαρσης στο τέλος. Το έργο αποτελείται από μια σύνθετη επιφάνεια κεραμικών όγκων που συνθέτουν ένα είδος αρχέγονου σκηνικού που προβάλλει μπροστά σε ένα οριζόντιο πεδίο στρωμένο με αλάτι, ως βωμό απόθεσης αρχαϊκών, ζωόμορφων και ανθρωπόμορφων κεφαλών. Το σκηνικό αυτό περιβάλλεται από ένα πλαίσιο κάθετων πέπλων που λειτουργούν ως κυψέλες ερωτημάτων, συζητήσεων, αισθήσεων και βιωμάτων, πριν ο επισκέπτης προχωρήσει στο κέντρο της εγκατάστασης όπου φανερώνεται η οδύνη και η αναζήτηση μιας εξιλέωσης. Το έργο αυτό, σχεδιασμένο από εμένα, υλοποιείται με τη συμμετοχή 15 μελών της εικαστικής ομάδας της Σφίγγας.
– Στα κείμενά σας μιλάτε για «οικολογία της άρνησης». Περί τίνος πρόκειται και πώς συνδέεται με τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης;
Αυτό είναι κάτι που με καλούν συχνά να διασαφηνίσω. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά η άρνηση είναι μια θετική διαδικασία. Αυτό που συνιστά η οικολογία της άρνησης είναι το δικαίωμά μου να αρνούμαι, να μη συναινώ σε διαδικασίες που με διασπούν, είτε ως άτομο είτε ως κοινωνικό ον. Η άρνηση γίνεται τότε μια πρακτική που επιδιώκει μια νέα οικολογία, το άνοιγμα ενός χώρου. Αυτό είναι συνοπτικά, λοιπόν, η οικολογία της άρνησης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνική γλυπτική αντιδρά στη διάσπαση του κόσμου που τον περιβάλλουν οι συνθήκες μιας ακραία μηχανοποιημένης και καταναλωτικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει τα σημεία όπου σμίγουν οι ζωτικές μας διαδικασίες. Είναι μια άμυνα απέναντι στη σύγχρονη ολοκληρωτική πολιτική που θέλει ένα διασπασμένο και χειραγωγήσιμο υποκείμενο, μια χειρονομία απέναντι σε έναν εντατικό προγραμματισμό των οικονομικών λειτουργιών που συνθλίβουν την ενέργεια και την αυτονομία του ανθρώπινου σώματος. Η οικολογία της άρνησης είναι, λοιπόν, η προέκταση ενός χώρου ζωής.
– Μιλάτε για «ερριμμενότητα» και «φαντασιακό», όροι που παραπέμπουν στα κείμενα του Χάιντεγκερ και του Καστοριάδη αντίστοιχα. Πώς προέκυψε η φιλοσοφία στη ζωή σας και πώς τη συνδέετε με την τέχνη (σας);
Δεν είμαι σίγουρος τι θα μπορούσα να απαντήσω εδώ. Έναν μικρό δαίμονα αποριών τον ένιωθα πάντα μέσα μου. Ίσως μια απάντηση σε αυτό να είναι ο χώρος της Μεσοποταμίας, όπως τον βίωνα μικρός, όταν ο πατέρας μου δούλευε ως μηχανικός στο Ιράκ, όπου είχαμε μετακομίσει όλη η οικογένεια. Ή μπορεί να είναι η σύγκρουση αυτού του τόπου με την Ελλάδα, όπου ερχόμασταν τα καλοκαίρια. Ή ίσως, όμως, να μην είναι καθόλου αυτά, και είμαι, στην πραγματικότητα, σίγουρος πως είναι μαζί και πολλά άλλα. Ωστόσο, η αρχή σε όλα αυτά είναι ένα συναίσθημα, ένα βίωμα, μια κατάσταση, μια διαδικασία. Όλα αυτά που βιώνονται ως μια εσωτερική ενέργεια, ως μια «αναφορά» σε αυτό που είμαστε. Γι’ αυτό, αυτή η ερώτηση είναι δύσκολη: έχει πολλές οντολογικές παραμέτρους. Δεν έχει ακέραια απάντηση.
Εδώ πάνω ακριβώς κολλάνε η «ερριμμενότητα» και το «φαντασιακό»: στην αδύνατη αναζήτηση μιας ακεραιότητας. Γι’ αυτό, η φιλοσοφία δεν είναι εργασία, ούτε καριέρα. Είναι ο δρόμος της ζωής που ακολουθεί ο καθένας μας, ασχέτως του πόσο συνειδητά τον στοχάζεται. Ο επίσημος φιλοσοφικός στοχασμός, όμως, θεμελιώνεται πάνω σε αυτή τη σχέση επίγνωσης πάνω σε κάτι άλλο που γίνεται πάντα σημείο «διαπραγμάτευσης» του είναι μας, είτε αυτό είναι μέσα μας είτε έξω μας, καταλήγοντας σε ένα σύστημα που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αυτό που λέω είναι πως πάνω σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο όν –συνολικά αλλά και μέσα στην κάθε ιδιαίτερη μοναδικότητα– όλα αυτά ενώνονται πάνω στο έδαφος μιας οντολογίας της ύπαρξης. Σ’ εμένα φαντάζει, λοιπόν, ως η πιο αυτονόητη διαδικασία πως η τέχνη δεν είναι παρά μια διαπραγμάτευση του όντος, μια σχέση διαλογική, όπως ακριβώς η φιλοσοφία.
– Χαρακτηρίζετε την τέχνη σας ως «φιλοσοφία με σώμα» και θεωρείτε το σώμα φορέα του αρχέγονου είναι. Πώς βλέπετε το σώμα εσείς, δεδομένου του ότι τα έργα σας διαγράφουν τον κύκλο «έννοια-πράξη-συναίσθημα»;
Η τέχνη αντιστοιχεί στον άνθρωπο σε αυτό το φαινόμενο της ανοιχτής διαπραγμάτευσης της ύπαρξης. Αυτό πάλι αφορά στη διάνοιξη ενός σώματος, ενός χώρου. Τι είναι ο χώρος στην τέχνη, αν όχι αυτές οι προεκτάσεις, φαντασιακές ή μη, του σώματος, προεκτάσεις που είτε παίρνουν μια πιο απτή-υλική μορφή είτε λειτουργούν ως ενεργειακές δομές (όπως αυτές του κειμένου, της μουσικής ή της performance), υποχρεώνοντας τις κινήσεις στις χαραγμένες διαδρομές τους, όπως ακριβώς κάνει ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που προκαλεί το σχήμα ενός χώρου. Πώς θα μπορούσε, από την άλλη, η τέχνη να επηρεάζει τον χώρο γύρο της, την ιστορία, αν δεν ήταν αυτές οι διανοίξεις των σωμάτων, αυτές οι συζεύξεις και οι διαφοροποιήσεις που επιτελεί, αυτές οι μοναδικές διαδρομές που κατορθώνει ως νέες δυνατότητες του όντος; Η τέχνη, όπως και η γνώση, είναι ένας καταλύτης της ζωής, αλλά ένας καταλύτης προσαρμοσμένος πιο άμεσα πάνω στο σώμα, στη μηχανική των αισθήσεων, στις διαμορφώσεις των ροών της ζωής, στις επιθυμίες. Να μη λέμε, όμως, ψέματα: αυτό το σώμα και οι λειτουργίες του, ο τρόπος που συναντά τα άλλα σώματα, ο τρόπος που διανοίγεται στον χώρο και στον χρόνο, αυτό ήταν πάντοτε το διακύβευμα και ο ρόλος της πολιτικής και της κάθε εξουσίας. Αυτό που έκανε η πολιτική είναι να δημιουργεί μια σειρά από εξωτερικές απαιτήσεις, από νόρμες προσαρμογής, από εκπαιδεύσεις, αντιμετωπίζοντας πάντοτε την τέχνη ως όπλο ή ως κίνδυνο. Αντιθέτως, αυτό που αναζητάει η τέχνη μου είναι η ανεύρεση του πρωταρχικού σώματος, κάτι που δεν αντιστοιχεί σε μια ουτοπία, αλλά απλώς σε ένα σώμα ανέπαφο από ακρωτηριασμούς.
– «Ο ρόλος του καλλιτέχνη –αν κάνει τέχνη με όρους εποικοδομητικής ποιητικής– είναι να αντιβάλλει και ταυτόχρονα να ενοποιεί το πραγματικό με το φαντασιακό του συμμετέχοντα, απελευθερώνοντάς το από το επιμέρους γλωσσικό» έχετε γράψει. Αποτελεί κάποιου είδους εμπόδιο η γλώσσα; Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «γλωσσική» η διαδικασία δημιουργίας ενός καλλιτεχνικού έργου;
Οι σπουδές σας είναι στη γλώσσα, και ίσως αυτό που θα σας πω να το βρίσκετε αρκετά αιρετικό. Θεωρώ όντως πως το γλωσσικό στοιχείο αποτελεί εμπόδιο στην απελευθέρωση του σώματος, όταν επιμένει να τακτοποιεί και να οργανώνει τα πράγματα γύρω από ένα μοντέλο, ένα σύστημα. Είναι το γεγονός πως η γλώσσα δεν είναι απλώς μια επικοινωνία, ένα ουδέτερο συμβολικό σύστημα, αλλά ένα δίκτυο συγκεκριμένης γνώσης. Αν αφουγκραστούμε, από την άλλη, τις τέχνες, αυτό που βρίσκουμε ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτές είναι αυτό που τελικά δεν μπορεί να ειπωθεί. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα ακριβώς γιατί η γλώσσα είναι ένα πεπερασμένο σύστημα αναπαράστασης, ό,τι εμπεριέχεται στη δομή της, στον εννοιολογικό της εξοπλισμό. Αν η γλώσσα είναι, λοιπόν, ένα τεχνούργημα –ποιος το αμφισβητεί αυτό;–, αυτό το τεχνούργημα όλο και πιο πολύ σήμερα στηρίζεται σε ελεγχόμενες μεθόδους και λειτουργίες αναπαράστασης. Ένα παράδειγμα: θυμηθείτε πώς αρχίζει το 1984 του Όργουελ. Με μια μηχανική ρύθμιση της γλώσσας! Ως εικαστικός, λοιπόν, θα ήθελα να ξέρω –και, βέβαια, εξετάζω εξαντλητικά– ποιοι φορείς και ποιοι μηχανισμοί εμπλέκονται στην αναπαράσταση. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, από την άλλη μεριά, όταν εξετάζει τη γλώσσα μας, λέει πως αφορά μια πτώση, πως το κακό της βρίσκεται στην αναπαράσταση. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε ποιοι αφανείς φορείς εξουσίας βρίσκονται πίσω από τις αφανείς δομές του λόγου, τις προϋποθέσεις της νόησης, τις βαθιές της συστάσεις που συνήθως δεν αμφισβητούνται. Για να σας απαντήσω με έναν όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο, θα ήθελα να σας πω αυτό: ο μοναδικός τρόπος να δημιουργείς (με την έννοια που βάζει ο Καστοριάδης – δημιουργία νέου όντος εκ του μηδενός) είναι εκείνος όπου η εποικοδομητική ποιητική καταστρέφει στεγανά, εκβάλλοντας σε νέους πιθανούς κόσμους. Και αυτά τα στεγανά αφορούν αυτούς τους βασικούς παράγοντες του νοείν και του υπάρχειν. Εδώ πάνω η φιλοσοφία –ενωμένη με το σώμα της τέχνης– συνεργάζεται μαζί της, ακριβώς μέσα σε αυτό το περίγραμμα της καταστροφής και της αναδημιουργίας.
– Υπάρχει «ιδανικός θεατής» (κατά τον «ιδανικό αναγνώστη»); Αν ναι, ποιος είναι αυτός; Ποιος είναι ο ρόλος του αποδέκτη της τέχνης σε γενικότερο πλαίσιο;
Η ίδια η αντίληψη του ιδανικού θεατή ή αναγνώστη μαρτυρά ήδη από μόνη της κάποιες προϋποθέσεις ως προς το κείμενο-έργο: αντιμετωπίζονται από απόσταση, ως ένα σύστημα αντίληψης, ένα στοιχείο γνώσης και ερμηνείας. Η εμμονή αφορά τη γνωσιολογική σύσταση του δυτικού υποκειμένου: κάτι συστήνεται μέσα σε ένα πρότυπο πλέγμα ερμηνειών, αναπαράγεται ως ταυτότητα, απαιτώντας κάποια άλλη αναγκαία σύνδεση. Ο ιδεατός αναγνώστης του Τζόις δεν είναι, όμως, παρά ένας νευρωτικός. Ποιος, όμως, θα μιλήσει γι’ αυτή τη σύσταση, για το τι σημαίνει, τι παράγει – εννοώ βιολογικά... Γιατί ξεχωρίζουμε τη γνώση από το βιολογικό της αποτέλεσμα, αφού αυτό εμφανώς ορίζει; Το πώς το κείμενο γίνεται ένα άλλο κείμενο στο μυαλό του θεατή είναι κάτι. Αλλά τι συνεπάγεται στη δομή του (του θεατή), στις οικολογικές του επεκτάσεις, εξαιτίας του κειμένου; Τι είδους «ερμηνείες» δίνει, κοντολογίς, το σώμα του; Ποιες κινήσεις παράγει ως προς αυτό; Τι δημιουργεί; Ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε μέσω του Μερλώ-Ποντύ, μέσω του Σεζάν. Αυτό που λέω είναι καίριο, εισάγει κάτι νέο, σπάει στερεοτυπίες. Το συνειδητοποιώ, μπορώ να το υποστηρίξω. Αν είναι ασφαλώς κάτι αόρατο, δευτερεύον, αυτό δεν συμβαίνει σήμερα τυχαία. Κι όμως, η διαφήμιση γι’ αυτό νοιάζεται.
– Πείτε μας δυο λόγια για τη Σφίγγα. Πώς έχει συμβάλει η γενέτειρά σας, η Θήβα, σε όλα αυτά;
Η biennale SPHINX, λίγο γνωστή ακόμα, αποτελεί μια αυτοφυή προσπάθεια μιας κοινότητας ανθρώπων που ξεκίνησε το 2015 στη Θήβα και αφορά τη διασύνδεση του τεράστιου πολιτισμικού αποθέματος της πόλης με τη σύγχρονη τέχνη. Η biennale προάγει έξυπνα έναν προβληματισμό παγκόσμιας εμβέλειας με στόχο την ίδια την κοινωνική ζωή. Το έργο της αφορά ένα συλλογικό σώμα που δημιουργείται από καλλιτέχνες, ερευνητές και πολίτες μέσα στον πραγματικό κοινωνικό ιστό της πόλης, όπου σχεδιάζονται και πραγματοποιούνται πολλαπλά καλλιτεχνικά, πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα που, συντονισμένα μέσα στο πλαίσιο της δικής της «κοινωνικής γλυπτικής», κινητοποιούν μεγάλες μερίδες πληθυσμού σε διάφορα πεδία του επιστητού και αλλάζουν την ηθική και αισθητική διάσταση της ζωής, προτείνοντας μια νέα οντολογία. Ταυτόχρονα, η Σφίγγα είναι ένα εργαστήρι που «επεξεργάζεται» έννοιες και συλλογικές διαδικασίες, όπως εκείνες της «ολιστικής τέχνης», της «κοινωνικής γλυπτικής» και της «ανθρώπινης οικολογίας». Πρόκειται για ένα μοναχικό πείραμα μεν, αλλά παγκόσμιας σημασίας. Αυτό που επιχειρεί στην πραγματικότητα η Σφίγγα είναι να επαναφέρει το χαμένο, αρχέγονο περιεχόμενο της κοινωνικής συμμετοχής στη σύγχρονη τέχνη, αποκαλύπτοντας εκείνο το βαθύ νήμα που συνδέει το παρελθόν με τον σύγχρονο κόσμο. Παράλληλα, η biennale SPHINX θέλει να επεκτείνει και να δώσει διέξοδο σε προβληματισμούς που συνάδουν με το περιεχόμενό της και εκφράζονται στην Ευρώπη και στον κόσμο. Η προσπάθειά μου στη Θήβα, όμως, δεν αφορά κάποιον ιδιαίτερο δέσιμο με έναν τόπο καταγωγής. Αυτό που την καθορίζει είναι τα γιγάντια υπαρξιακά ερωτήματα που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στη Θήβα της τεράστιας μυθολογίας, στη σημαντικότατη ιστορία της Θήβας – γενέτειρας μυθικών ηρώων, ποιητών, ασύγκριτων αρχαίων κειμένων. Από την άλλη, η Θήβα βρίσκεται μέσα σε μια μακροχρόνια απαξίωση και πολιτιστική υπανάπτυξη. Θεωρώ, όμως, τον εαυτό μου τυχερό, από τη μία πλευρά, όταν βρίσκουμε ένα απέραντο ανοιχτό πεδίο να συνδέσουμε αυτές τις θεμελιώδεις και συγκλονιστικές απορίες, που αναδύθηκαν από αυτή τη μυστήρια αρχαία πόλη, με τις σύγχρονες αμφιβολίες, τα διακυβεύματα, τα αδιέξοδα.
– Σε μία παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε αναφέρει πως σας ενδιαφέρει το ζήτημα του σύγχρονου εγκλεισμού (φυλακές, ψυχιατρεία, hotspots μεταναστών κ.λπ.). Το θέμα της Σφίγγας για το 2020 ήταν «Σώμα και εγκλεισμός: ο αρνητικός χαρακτήρας του σώματος». Προφητικότατο! Πιστεύετε ότι η κατάσταση που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο θα συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού «ρεύματος»;
Όντως, το έργο ήταν προφητικό και αναβλήθηκε πέρσι, αλλά θα πραγματοποιηθεί φέτος τον Οκτώβριο. Το θέμα μας σχετίζεται, όμως, και με την αρχαία Αντιγόνη, την τραγωδία του Σοφοκλή. Είναι, για εμάς, το εμβληματικό παράδειγμα του εγκλεισμένου σώματος, της πειθαρχίας και των κανόνων απέναντι σε ένα σώμα νεκρό η ζωντανό. Αυτό που κρίνεται είναι το δικαίωμα της εξουσίας απέναντι στη ζωή. Είναι, επίσης, η κορυφαία αντίσταση σε αυτόν τον εγκλεισμό, η επίκληση σε κάτι ακαθόριστο, αλλά υπαρκτό: το σώμα. Αυτό που επιθυμούμε είναι να εξεταστεί η ευρύτερη έννοια του εγκλεισμού, ο εγκλεισμός ως κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση, οι λόγοι και τα κείμενά του, η βία και οι απεχθείς κανόνες του, η μηχανική της ταυτότητας, οι επιτηρήσεις στον σύγχρονο κόσμο. Και, φυσικά, οι δυνατότητες της αντίστασης σε αυτή τη βία. Πιστεύω πως η απάντηση πάνω σε αυτό συνιστά μια κορυφαία καλλιτεχνική πρόκληση, μια δήλωση για τον δικό μας καιρό. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο κάλεσμα που βρίσκεται σε εξέλιξη, και περιμένουμε τις καλλιτεχνικές προτάσεις μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Συνοπτικά δε, σε όλα όσα ειπώθηκαν εδώ, σας έδωσα τη διάσταση του δικού μας ρεύματος. Ελπίζω να το βρήκατε ενδιαφέρον.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να στρέψουμε το βλέμμα στη Θήβα τον Οκτώβριο...