Ο θρύλος λέει ότι κάποτε τρεις Νύμφες ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη γη προς αναζήτηση των καλύτερων καρπών της. Όταν κάποια στιγμή αντίκρισαν μια θάλασσα αξεπέραστης ομορφιάς, έριξαν μέσα της τα άνθη και τα φρούτα που είχαν συλλέξει και από τα νερά της αναδύθηκε η Σικελία, το νησί-στολίδι με το τριγωνικό σχήμα (εξ ου και «Τρινακρία») που ορίζεται από τα ακρωτήρια Πελόρο, Πασέρο και Λιλύβαιο. Αυτά τα τρία ακρωτήρια συμβολίζουν, άλλωστε, και τα τρία πόδια που απεικονίζονται τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι μιας Μέδουσας στο σύμπλεγμα που αποτελεί το σήμα-κατατεθέν του νησιού.
Οι φυλές των Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Αράβων, των Νορμανδών, των Σουαβών, των Ανδεγαυών και των Αραγωνών που πέρασαν από τη Σικελία ανά τους αιώνες άφησαν το στίγμα τους σε διάφορους τομείς, από την αρχιτεκτονική των πόλεων που εξελίχθηκαν σε μεγάλα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα έως και τη γλώσσα. Όσο για τη σύγχρονη ιστορία της περιοχής, αυτή ήταν (και, δυστυχώς, είναι ακόμα) συνδεδεμένη με τη δράση της Μαφίας, στους κύκλους της οποίας έχουν εμπλακεί και διάφορα επιφανή πρόσωπα της χώρα, με χαρακτηριστικό τραγικό παράδειγμα τη δολοφονία των δικαστών Πάολο Μπορσελίνο (στην Κατάνια υπάρχει πλατεία με το όνομά του) και Τζοβάννι Φαλκόνε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτό, όμως, που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τονιστεί –ενάντια στην παραφιλολογία– είναι πως η περιοχή είναι απολύτως ασφαλής για τους επισκέπτες (ή τουλάχιστον όσο ασφαλής μπορεί να είναι και η Αθήνα, λόγου χάρη).
Βίλα Μπελίνι.
Κατάνια
Η Κατάνια είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σικελίας μετά το Παλέρμο. Χτισμένη στις ακτές του νησιού που βλέπουν στο Ιόνιο Πέλαγος, απλώνεται στη σκιά της Αίτνας, η παρουσία της οποίας έχει υπάρξει καθοριστικής σημασίας ανά τους αιώνες. Στη διαδρομή από το Αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο της πόλης, η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται είναι κάπως απογοητευτική, ειδικά εάν ο επισκέπτης προσδοκά ότι θα αντικρίσει κάτι παρόμοιο με αυτό που αντικρίζει, για παράδειγμα, στη Ρώμη, τη Φλωρεντία ή το Μιλάνο. Τα κτήρια είναι εμφανώς ταλαιπωρημένα, υπάρχουν αρκετά σκουπίδια στους δρόμους και διαφαίνεται μια νότα εγκατάλειψης, και όλα αυτά, ακριβώς επειδή κανείς δεν περιμένει να τα δει σε μια χώρα όπως η Ιταλία, προκαλούν μια συστολή στην αρχή. Η Κατάνια, ωστόσο, είναι μία από τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα περί της αξίας της πρώτης εντύπωσης.
Το κυρίαρχο χρώμα στην πόλη είναι το μαύρο, καθώς τα ηφαιστειακά πετρώματα έχουν αξιοποιηθεί για την κατασκευή κτηρίων, μνημείων και δρόμων, ενώ η τέφρα αφήνει τα ίχνη της παντού. Η πόλη είναι χτισμένη κατά κύριο λόγο σε στυλ μπαρόκ, βάσει αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του Τζοβάννι Μπατίστα Βακαρίνι. Κέντρο της θεωρείται η πλατεία του Καθεδρικού Ναού, του Ντουόμο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην Αγία Αγάθη, την προστάτιδα Αγία της πόλης, η οποία βασανίστηκε εξαιτίας της πίστης της και υπέστη ακρωτηριασμό των μαστών της προτού οδηγηθεί στην πυρά στις 5 Φεβρουαρίου 251. Έναν χρόνο μετά τον μαρτυρικό της θάνατο πιστεύεται πως έσωσε την πόλη από ένα ποτάμι λάβας και έκτοτε η μνήμη της γιορτάζεται κάθε χρόνο στις αρχές Φεβρουαρίου στους δρόμους της πόλης, ενώ σε ανάμνηση του μαρτυρίου της παρασκευάζεται μέχρι και σήμερα το γλυκό cassatella di sant’ Agata, ένα γλυκό κέικ με λευκό γλάσο και ένα κερασάκι στην κορυφή που παραπέμπει σε γυναικείο στήθος (του Savia, του παλαιότερου ζαχαροπλαστείου της πόλης με τις μεγάλες ουρές όλες τις ώρες της ημέρας, είναι ίσως το καλύτερο).
Η Κατάνια από ψηλά.
Στο εσωτερικό του Καθεδρικού υπάρχει το ταφικό μνημείο του Βιντσέντζο Μπελίνι, του Κατανού συνθέτη της Νόρμας, στο οποίο αναγράφεται ο στίχος «Ah! non credea mirarti si presto estinto, o fiore» («Αχ, δεν πίστευα πως θα σ’ έβλεπα να μαραίνεσαι τόσο σύντομα, ανθέ») από την όπερα Υπνοβάτις, ενώ στην πλατεία του Καθεδρικού δεσπόζει το «Συντριβάνι του Ελέφαντα». Ομοιώματα ελεφάντων υπάρχουν, μάλιστα, διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της πόλης. Ο ελέφαντας αυτός στην τοπική διάλεκτο ονομάζεται «Liotru» και πήρε το όνομά του από τον Ηλιόδωρο, έναν νεκρομάντη του 8ου αιώνα από την Κατάνια που θρυλείται πως εμφανίστηκε κάποτε επάνω σε έναν ελέφαντα τον οποίον είχε αναστήσει – και, πράγματι, κατά την προϊστορική εποχή υπήρχαν ελέφαντες-νάνοι στη Σικελία, ενώ αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ενδεχομένως να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των Κυκλώπων και των παχύδερμων, με την προβοσκίδα να ερμηνεύεται ως τρίτο μάτι.
Η πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Αγάθης με το «Συντριβάνι του Ελέφαντα».
Γύρω από την πλατεία μπορεί κανείς να βρει εντυπωσιακούς ναούς, ανάκτορα, συντριβάνια και πλατείες. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο αρχαίο Ρωμαϊκό Θέατρο (και το παρακείμενο Ωδείο), το οποίο χτίστηκε πάνω στα ερείπια προγενέστερου αρχαιοελληνικού, χωρητικότητας 7.000 θεατών. Την εποχή της κυριαρχίας των Νορμανδών, τα μάρμαρά του ξηλώθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση του Καθεδρικού, και πάνω στο θέατρο χτίστηκαν κτήρια και δρόμος. Πλέον περιστοιχίζεται από σπίτια και ουσιαστικά είναι αόρατο από τον δρόμο, σαν σε εσωτερική αυλή.
Αν κάποιος περπατάει αρκετά, μπορεί να γυρίσει την Κατάνια μέσα σε μία μέρα. Τα κυριότερα και πιο γνωστά αξιοθέατα μπορεί να τα βρει κανείς πολύ εύκολα σε οδηγούς ή σε άρθρα στο διαδίκτυο, και είναι όλα άξια προσοχής. Αυτό που όμως αξίζει ίσως περισσότερο είναι η περιπλάνηση (και –γιατί όχι;– και το χάσιμο) στους στενούς –και τους λιγότερο στενούς– δρόμους της πόλης, χωρίς κλεφτές ματιές στον χάρτη.
Το Ρωμαϊκό Θέατρο.
Ξεκινώντας από κάποιο κεντρικό σημείο, όπως το Ντουόμο, για παράδειγμα, ο flâneur θα περάσει από τη φημισμένη ψαραγορά της Κατάνιας, η οποία το πρωί βρίθει κάθε λογής ψαριών, από ξιφίες μέχρι ανιχούς και μικροσκοπικούς γόνους, που τους προσθέτουν και στην πίτσα, θα ανακαλύψει το παραθαλάσσιο κάστρο Ουρσίνο, θα μπει σε ναούς και θα ανέβει στην κορυφή τους για μια πανοραμική θέα της πόλης, θα δει τα ερείπια του Ρωμαϊκού Αμφιθέατρου, θα επισκεφθεί το σπίτι του Μπελίνι και του Τζοβάννι Βέργκα, θα χαζέψει τις παραδοσιακές μαριονέτες και θα περιπλανηθεί στους κήπους γύρω από τη Βίλα Μπελίνι με τις διάσπαρτες προτομές, το πάλκο που μοιάζει με αυτό της Σπιανάδας στην Κέρκυρα και τα σπάνια φυτά –σε κάποιο σημείο της έκτασης το γκαζόν κουρεύεται κάθε μέρα με τέτοιον τρόπο, ώστε να δείχνει τη σωστή ημερομηνία, ενώ ακριβώς από κάτω υπάρχει ένα αναλογικό ρολόι από φυσικό γκαζόν, που δείχνει πάντα τη σωστή ώρα!–, θα περάσει από την «κακόφημη» περιοχή του San Berillo, στην οποία μέχρι και σήμερα δραστηριοποιούνται ιερόδουλες, καλλιτέχνες και έμποροι ναρκωτικών, και θα διασχίσει έναν από τους ομορφότερους εξ ορισμού μπαρόκ δρόμους της πόλης, τη Via Crociferi, καταλήγοντας στη Via Etnea, τον εμπορικό δρόμο της Κατάνιας, μία μαύρη ευθεία λωρίδα γης που μοιάζει να καταλήγει στο ηφαίστειο της Αίτνας, το οποίο διακρίνεται επιβλητικό στο βάθος.
Αίτνα
Στις Μεταμορφώσεις ο Οβίδιος αφηγείται τη μάχη που ξέσπασε μεταξύ του Δία και του γίγαντα Τυφώνα, ο οποίος τόλμησε να αμφισβητήσει τη θεϊκή εξουσία, και για τον λόγο αυτόν ο θεός τον σύνθλιψε πετώντας πάνω του τη Σικελία. Από τότε ο γίγαντας προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά το ένα του χέρι βρίσκεται κάτω από το ακρωτήριο Πελόρο, το άλλο κάτω από το Πασέρο και τα πόδια κάτω από το Λιλύβαιο, ενώ το κεφάλι του είναι εγκλωβισμένο κάτω από την Αίτνα. Αβοήθητος υπό το βάρος της σικελικής γης, κλωτσάει άμμο και ξερνάει φλόγες με μανία.
Η ιστορία του ηφαιστείου της Αίτνας, του μεγαλύτερου ενεργού ηφαιστείου της Ευρώπης, με ύψος που ξεπερνά τα 3.000 μέτρα, και ενός από τα ενεργότερα στον κόσμο, αρχίζει περίπου 500.000 χρόνια πριν, κατά την Τεταρτογενή περίοδο, όταν άρχισε να διαμορφώνεται και ο κόλπος της Κατάνιας. Η δημιουργία του οφείλεται σε μια σειρά υποθαλάσσιων συγκρούσεων μεταξύ της ευρασιατικής και της αφρικανικής τεκτονικής πλάκας, γι’ αυτό και η περιοχή είναι άκρως ηφαιστειογενής και σεισμογενής, όπως μαρτυρούν και οι Αιολίδες Νήσοι, τα παρακείμενα μικρά νησάκια-ηφαίστεια (βλ. Στρόμπολι).
Αίτνα.
Το Mongibello, το «βουνό των βουνών», όπως αποκαλείται η Αίτνα, διαθέτει τέσσερις κρατήρες, όμως λάβα δεν εκλύεται μόνο από εκεί. Όταν η στάθμη του μάγματος αρχίζει να ανεβαίνει, όπου βρει μαλακό έδαφος, το τρυπάει και βγαίνει στην επιφάνεια σε μορφή λάβας, δημιουργώντας νέο κρατήρα που «σφραγίζει» αμέσως μετά. Τέτοιου είδους «τρύπες» μπορεί να δει κανείς σε διάφορα σημεία στη διαδρομή κατά την ανάβαση στο βουνό, ακόμα και κοντά στα τελευταία χωριά.
Το βουνό είναι προσβάσιμο από πολλές πλευρές. Η δόμηση σταματά υποχρεωτικά σε υψόμετρο 700 μέτρων περίπου. Στα 2.000 μέτρα τα μόνα φυτά που απαντώνται είναι ορισμένα της ερήμου, ενώ πάνω από τα 2.000 μέτρα και μέχρι την κορυφή δεν υπάρχει καμία βλάστηση και το τοπίο είναι σεληνιακό, με ηφαιστειακές πέτρες φέρουσες ίχνη σιδήρου, χαλαζία και άλλων μετάλλων, και με μερικούς αρκετά μεγάλους ηφαιστειακούς βράχους. Το εάν το σχήμα των βράχων αυτών είναι σφαιρικό ή ωοειδές εξαρτάται από τους ανέμους που έπνεαν κατά τη στιγμή της έκρηξης.
Η Αίτνα είναι ένα ηφαίστειο που «καπνίζει» διαρκώς. Η πιο καταστροφική έκρηξή του ήταν αυτή του 1660, όταν η ηφαιστειακή λάβα είχε φτάσει μέχρι τη θάλασσα, καταστρέφοντας και ένα τμήμα της Κατάνιας. Η τελευταία μεγάλη έκρηξη πραγματοποιήθηκε το 2001, αφήνοντας πίσω της έναν εντυπωσιακό κρατήρα και κατεστραμμένο ένα τμήμα του τελεφερίκ. Μόνιμες δομές και εγκαταστάσεις, άλλωστε, δεν δημιουργούνται, γιατί ο κίνδυνος ότι κάποια στιγμή θα καταστραφούν είναι δεδομένος. Πέρυσι πραγματοποιήθηκε μία ακόμα σημαντική έκρηξη, ενώ κάθε έξι με οκτώ εβδομάδες περίπου σημειώνονται μικρότεροι «παροξυσμοί», η συχνότητα των οποίων τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί αισθητά (στην Ηφαιστειολογία «παροξυσμός» ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο η έκρηξη εντείνεται βαθμιαία, καταλήγοντας σε μία ισχυρή που διαρκεί για πολύ λίγο, κι έπειτα σταματά). Ωστόσο, το ύψος της στάθμης του μάγματος ελέγχεται με τεχνικά μέσα, έτσι ώστε να μην πραγματοποιούνται επισκέψεις στο βουνό, όταν κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.
Αίτνα.
Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι η Αίτνα διαθέτει τέσσερις κρατήρες-κορυφές. Αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι η κορυφή της Αίτνας που είναι η ψηλότερη σήμερα δεν είναι αυτή που ήταν η ψηλότερη πριν από την έκρηξη του 2001. Εξαιτίας της ενεργητικότητας του ηφαιστείου, το τοπίο μεταβάλλεται σε τέτοιον βαθμό, που μία σημερινή φωτογραφία δεν θα ανταποκρίνεται πιστά στην εικόνα που θα παρουσιάζει η περιοχή λίγους μήνες μετά.
Εύκολα συμπεραίνει κανείς με βάση τα παραπάνω πως η ζωή των κατοίκων των γύρω χωριών δεν είναι καθόλου εύκολη. Πέρα από τη σκόνη που μεταφέρεται με τον αέρα καθημερινώς, κάθε φορά που γίνεται έκρηξη, οι δρόμοι, οι ταράτσες, οι αυλές και τα αυτοκίνητα καλύπτονται από ένα στρώμα τέφρας που με πολύ μεγάλη δυσκολία καθαρίζεται. Ωστόσο, είναι συνηθισμένοι σε αυτή την κατάσταση, ζουν μαζί με το ηφαίστειο και η παρουσία του τους υπενθυμίζει διαρκώς για τι πραγματικά πρέπει να σκοτίζεται κανείς. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν ότι το βουνό είναι ιερό και ότι τους προστατεύει.
Κοντινές εκδρομές
Χάρη στα συχνά δρομολόγια των τρένων και των λεωφορείων, μπορούν εύκολα να πραγματοποιηθούν εξορμήσεις σε παρακείμενες περιοχές. Ιδιαίτερης ομορφιάς και ιδιαίτερου αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος είναι η παραθαλάσσια πόλη των Συρακουσών, η αποικία των Ελλήνων που υπήρξε γενέτειρα του Αρχιμήδη και του Θεόκριτου, με το κοσμοπολίτικο νησί της Ορτυγίας, με τους στενούς δρόμους που θυμίζουν πολύ τα κερκυραϊκά καντούνια – αλλά σε μακράν πιο προσεγμένη και καλοσυντηρημένη εκδοχή. Σε κοντινή απόσταση από την Κατάνια βρίσκεται η αμφιθεατρικά χτισμένη θρυλική (και αρκετά ακριβή) Ταορμίνα, η Ατσιρεάλε, η Μόντικα, το Νότο και η Ραγκούζα, ενώ η απόσταση που χωρίζει την Κατάνια από το Παλέρμο είναι γύρω στις τρεις ώρες. Ιδανικά, με ένα αυτοκίνητο ο γύρος της Σικελίας ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες.
Συρακούσες.
Φαγητό
Το φαγητό στην Κατάνια, όπως και σε ολόκληρη τη Σικελία, είναι αναμφισβήτητα μία από τις καλύτερες εμπειρίες που προσφέρει το ταξίδι στην περιοχή. Τα χειροποίητα ζυμαρικά, τα νιόκι και οι πίτσες (της Pizzeria del Centro είναι συγκλονιστικές!) έχουν φυσικά και εδώ την τιμητική τους, όμως υπάρχουν και πιάτα πιο «μεσογειακά». Οι μελιτζάνες χρησιμοποιούνται σε πληθώρα συνταγών (με κορυφαία ίσως την πάστα αλά νόρμα, που μαγειρεύεται συγκλονιστικά στην Trattoria di De Fiore, ένα από τα καλύτερα παραδοσιακά σημεία για φαγητό «της υπομονής», όπως ενημερώνει εξ αρχής και το προσωπικό, τα εσπεριδοειδή αφθονούν (φτιάχνουν μέχρι και σαλάτα με ωμό πορτοκάλι, βαλσαμικό ξύδι και τρίμματα ψωμιού – τα τρίμματα τα χρησιμοποιούν και σε μακαρονάδες), τα θαλασσινά το ίδιο (σημειώστε την Osteria da Mariano στις Συρακούσες), ενώ το σνακ που αποτελεί το σήμα-κατατεθέν της περιοχής είναι τα αραντσίνι, οι μπάλες ρυζιού σε σχήμα και όψη πορτοκαλιού (χάρη στα τρίμματα ψωμιού με τα οποία πανάρονται, με αποτέλεσμα να χρυσαφίζουν με το τηγάνισμα) και με γέμιση που ποικίλλει (με φυστίκι, που κι αυτό αφθονεί και χρησιμοποιείται ακόμα και στις πίτσες, με σπανάκι, με κρέας ή και σάλτσα ραγού, με βούτυρο κ.λπ.). Όλα τα φαγητά μπορούν να συνοδευτούν από μεγάλη ποικιλία τοπικών κρασιών, ενώ το πιο γνωστό επιδόρπιο, πέρα από το γλυκό της Αγίας Αγάθης, είναι το κανόλι, ένα ρολό από φύλλο γεμισμένο με κρέμα ρικότας και με φυστίκι στις δύο άκρες. Γενικώς, η ρικότα χρησιμοποιείται σε πολλά γλυκά και το αποτέλεσμα είναι άκρως ενδιαφέρον (όπως και στα δικά μας σκαλτσούνια). Ένα είναι βέβαιο: κανείς δεν μένει νηστικός!
Η Κατάνια δεν έχει σχέση με την υπόλοιπη Ιταλία. Άλλο το στυλ, άλλος ο αέρας. Μοιάζει σαν ο επισκέπτης να επιστρέφει πίσω στον χρόνο, σε μια άλλη εποχή, με τα χτενίσματα, το ντύσιμο, την προξημική και το γενικότερο ταμπεραμέντο των μεγαλύτερων κυρίως να θυμίζουν σκηνές από τον παλιό ιταλικό κινηματογράφο. Υπάρχει μία σχετική φτώχεια, αλλά τα παλιά σπίτια με τα μωσαϊκά και τη στυλιστική απλότητα ξεχειλίζουν εγκαρδιότητα και φιλόξενη διάθεση. Η συνεννόηση είναι, ομολογουμένως, αρκετά δύσκολη, αλλά είναι τέτοια η ζεστασιά, η φιλικότητα και το νοιάξιμο, που τα όποια επικοινωνιακά προβλήματα στο τέλος υπερβαίνονται. Δεν θα ξεχάσω ότι στην καντίνα Euroburger, στην οποία σχηματίζονται ουρές κάθε βράδυ, είχαν μαζευτεί αυτοβούλως όλοι οι πελάτες, για να εκτελέσουν κουτσά στραβά χρέη διερμηνέα, ενώ ένας από τους ιδιοκτήτες, χωρίς να του ζητηθεί, πρόσφερε υπομονετικά για δοκιμή κάθε υλικό που πίστευε ότι δεν είχε γίνει κατανοητό, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να προσθέσει στο σάντουιτς του τουρίστα –που άλλωστε δεν θα τον έβλεπε άλλη φορά– ό,τι καταλάβαινε ή θεωρούσε πιθανό, χωρίς πολλά πολλά.
Ορθά τα έγραψε ο Γκαίτε στο Ταξίδι στην Ιταλία: «Χωρίς τη Σικελία, η Ιταλία δεν αφήνει κανένα αποτύπωμα στην ψυχή: είναι το κλειδί των πάντων».