Σε κάθε κυριολεκτικά και μεταφορικά νοούμενη οικογένεια υπάρχουν ορισμένες λέξεις τις οποίες επινοούν τα μέλη και οι οποίες, διαθέτοντας συγκεκριμένο σημασιολογικό περιεχόμενο, προορίζονται για χρήση αποκλειστικά μεταξύ αυτών, καθώς για όλους τους υπόλοιπους δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα – κάτι σαν ζαργκόν, δηλαδή, αλλά με μακράν μικρότερο αριθμό ομιλητών. Η λέξη που αποτελεί τον τίτλο του παρόντος άρθρου συγκαταλέγεται στα λήμματα του οικιακού λεξικού της δικής μου οικογένειας, εντός των τειχών της οποίας έρχεται ως αυθόρμητη απάντηση στην ερώτηση «τι κάνεις;», αντί του πιο διαδεδομένου «καμώνομαι», για να δηλωθεί με μία εσάνς ειρωνείας το πολλά υποσχόμενο «τίποτα».
Με αφορμή το Πάσχα και την Πρωτομαγιά που γιορτάστηκαν προσφάτως, μου ήρθαν ξανά στον νου αυτά τα «καμωτούρια», σε ένα περισσότερο διευρυμένο πλαίσιο. «Τι κάνατε τις γιορτές;» «Τι κάνατε το τριήμερο;» «Τι κάνατε στην άδεια;» Και, φυσικά, να μην ξεχνάμε και το επί εβδομαδιαίας βάσεως τιθέμενο: «τι κάνατε το Σαββατοκύριακο;». Μαντέψτε!
Είναι υπέροχο να δράττεται κανείς των ευκαιριών που του δίνονται ή που δημιουργεί ο ίδιος, για να περάσει χρόνο με τον εαυτό του ή με παρέα, με αφορμή (ή και όχι) μία γιορτή, μία αργία, ένα ρεπό. Και αλίμονο αν φτάσουμε στο σημείο να φοβόμαστε να ρωτήσουμε τον διπλανό μας πώς πέρασε την Κυριακή του, μην τυχόν και τον φέρουμε σε δύσκολη θέση!
Το να γιορτάζουμε –με κάθε έννοια της λέξης– και το να επιδιώκουμε τη χαρά δεν είναι προβληματικό – κάθε άλλο. Προβληματικό είναι το να μη συμβαίνει αυτό συνειδητά ή σε αρμονία με τις εσωτερικές μας ανάγκες. Το να πρέπει, δηλαδή, να πάμε διακοπές, επειδή είναι καλοκαίρι. Το να πρέπει να μαζευτούμε όλη η οικογένεια και να φάμε μαζί, επειδή είναι Χριστούγεννα. Το να πρέπει να βγούμε για φαγητό ή και για ποτό, επειδή είναι Σάββατο βράδυ, ή το να πρέπει να πάμε για καφέ ή κάποια εκδρομή, επειδή είναι Κυριακή. Όχι το να θέλουμε, αλλά το να πρέπει. Προβληματική επίσης (και, υπό μία έννοια, κακοποιητική) είναι και η άμεση ή έμμεση άσκηση πίεσης και η δημιουργία ενοχών στα άτομα που λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά, αλλά αναμφίβολα συνειδητά, επιλέγουν να απέχουν από τα παραπάνω, αλλά και η προσπάθεια μεταστροφής της θέλησής τους υπό το κεκαλυμμένο πρόσχημα του «μα τι θα πει το Instagram!», που πλέον έχει καταστήσει πασέ το «μα τι θα πει ο κόσμος!».
«Δεν θέλω να συμμετάσχω, αλλά, αν δεν το κάνω, ύστερα θα δω τις φωτογραφίες/θα ακούσω τις διηγήσεις/θα ΦΑΝΤΑΣΤΩ τις εμπειρίες αυτών που το έκαναν και θα νιώσω ακόμα χειρότερα από πριν, μετανιώνοντας που τελικά δεν συμμετείχα, γιατί τουλάχιστον, στην τελική, θα είχα κάνει κάτι, και –πού ξέρεις!– μπορεί και να περνούσα και καλά». Και κάπως έτσι βρίσκει εύφορο χώμα η αποκαλούμενη «τοξική θετικότητα» (και χίλια δυο άλλα – δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αύξηση των αυτοκτονιών κατά την περίοδο των εορτών). Ο κύκλος είναι φαύλος. Και πρέπει (sic!) να σπάσει.
Οι λόγοι της επιθυμίας για αποχή μπορεί να είναι ολοκάθαροι, πραγματικοί και αντικειμενικοί (π.χ. «έχω κουραστεί πολύ αυτή τη βδομάδα, και αυτό το Σαββατοκύριακο το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ – το επόμενο ίσως κανονίσω κάτι» ή «εμένα μου αρέσει να βγαίνω καθημερινές»). Μπορεί όμως να είναι και λανθάνοντες. Εάν, λόγου χάρη, κάποιος έχει θελήσει μία ή και περισσότερες χρονιές να περάσει κάποια γιορτή με διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο, αλλά δεν τολμά καν να το φέρει στο επίπεδο του συνειδητού, πόσω μάλλον να το εκφράσει, επειδή έχει εσωτερικεύσει τις φωνές των οικείων και των φίλων που –κι αυτοί για τους δικούς τους αντικειμενικούς ή λανθάνοντες λόγους– θεωρούν αυτονόητη και μη διαπραγματεύσιμη την παρουσία και τη συμμετοχή του, η εσωτερική του φωνή θα προσπαθεί να τον κάνει να δει τι πραγματικά συμβαίνει, όμως επειδή –κακώς, κάκιστα!– υπερισχύουν οι φωνές των άλλων, αυτή θα πάρει άλλη μορφή, μεταφραζόμενη συνήθως σε θυμό ή θλίψη.
Σύμφωνοι, «Καμωτούρια» γράφει ο τίτλος, και όχι «Στο ντιβάνι», μα αυτό που θέλω να καταστήσω σαφές –χωρίς να έχω την πρόθεση να κάνω σπόιλερ και χωρίς να παριστάνω την επαΐουσα– είναι ότι οι καταπιεσμένες επιθυμίες είναι αποδεδειγμένα η ρίζα πολλών δεινών. Και μία επιθυμία δεν συνίσταται πάντοτε στο να κάνουμε κάτι, αλλά μπορεί να συνίσταται και στο να μην κάνουμε κάτι. Με συνείδηση (και) του ότι κάθε επιλογή έχει ένα κόστος, δεν είναι έγκλημα ή άρνηση μιας πρόσκλησης σε εκδρομή για το τριήμερο ή η μη συμμετοχή στο πασχαλινό τραπέζι.
Όλα τα συναισθήματα είναι για να βιώνονται, με ή χωρίς βοήθεια. Το κουκούλωμα και το σπρώξιμο κάτω από το χαλί είναι που κάποια στιγμή καθιστούν εκ των ων ουκ άνευ την αποχή από κάθε («)γιορτή(»). Μόνο αν αποτιναχτεί ό,τι κρύβεται κάτω από το παλιόχαλο, μπορεί να προετοιμαστεί το έδαφος για συνειδητή συμμετοχή στην επόμενη. Άλλωστε, τα «καμωτούρια» έχουν το ίδιο επίθημα με τα «γεννητούρια». Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, κάτι «φρέσκο» προμηνύεται!