Την ημέρα που ανακοινώθηκαν οι βαθμολογίες των φετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων μία φίλη με προσκάλεσε στην παράσταση των σπουδαστών του πρώτου έτους του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Γιώργου Αρμένη, στην οποία συμμετείχε. Την κοπέλα αυτή τη γνωρίζω αρκετά χρόνια. Από μικρό παιδί, αλλά και αργότερα, ως φοιτήτρια, ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο. Ωστόσο, αντί να ακολουθήσει εξ αρχής τη μεγάλη της αγάπη, σπούδασε Ιστορία. Και με το που πήρε το πτυχίο της και ορκίστηκε, αποφάσισε να φοιτήσει σε δραματική σχολή.
Είναι επίσης ενδιαφέρον και το ότι, αν και είθισται η προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις στις δραματικές σχολές να πραγματοποιείται με τη βοήθεια κάποιου δασκάλου, εκείνη, σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα, επέλεξε συνειδητά να μελετήσει και να προετοιμαστεί μόνη της, ενώ παράλληλα εννοείται πως εργαζόταν. «Γιατί μιλάμε για θέατρο και θέλω να τους δείξω αυτό που είμαι εγώ, και όχι αυτό που θα μου δείξει κάποιος άλλος να παρουσιάσω, το οποίο, στην τελική, μπορώ και να το μάθω απ’ έξω και να το κάνω τέλεια». Και να που τα κατάφερε και πέτυχε, και μάλιστα σε περισσότερες από μία σχολή. Όχι ότι επρόκειτο για κάτι το μη αναμενόμενο βέβαια, μιας και η κλίση της ήταν έμφυτη. Χρειάστηκε όμως να περάσουν πόσα χρόνια και να καταρριφθούν πόσες δικαιολογίες…
Στο φουαγιέ σκεφτόμουν πόσο θάρρος χρειάζεται να διαθέτει κάποιος για να πάρει μία τέτοια απόφαση όχι στα είκοσι πέντε του, όπως συνέβη με τη φίλη μου, αλλά στα δεκαοκτώ του. Νομική μπορεί να σπουδάσεις, επειδή έβγαλες πολλά μόρια. Ιατρική μπορεί να σπουδάσεις, επειδή έχεις γονείς γιατρούς και θέλεις μια μέρα να αναλάβεις το ιατρείο τους. Μαθηματικά μπορεί να σπουδάσεις, επειδή έχεις έφεση στους αριθμούς. Φιλολογία μπορεί να σπουδάσεις, επειδή γράφεις καλές εκθέσεις. Χίλια δυο άλλα μπορεί να σπουδάσεις, επειδή απλώς έτυχε ή επειδή κάποιος είπε ότι αυτό θα σου ταίριαζε – και όλα τα παραπάνω δεν διατυπώνονται με αφοριστική διάθεση. Το να σπουδάσεις Υποκριτική όμως δεν μπορεί παρά να εκπορευτεί από μέσα σου. Το επιλέγεις, επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Και πόση λύτρωση έπεται της λήψης της απόφασης!
Ο Μίμης Φωτόπουλος είχε πει σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο το εξής: «Είναι το ωραιότερο επάγγελμα! Και είναι και τέχνη! Ξέρεις κάτι; Όταν είσαι ηθοποιός, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Ο άνθρωπος έχει μέσα του διάφορους χαρακτήρες. Είναι τσιγκούνης, εγωιστής, κουτσομπόλης, ψεύτης. Όταν, λοιπόν, είσαι ηθοποιός και βγάζεις τον τσιγκούνη που ’χεις μέσα σου, εξαιτίας του ρόλου σου, ησυχάζεις. Γίνεσαι ωραιότερος άνθρωπος! Δεν είσαι πια τσιγκούνης. Και επιβάλλεσαι συγχρόνως στο κοινό. Γιατί δεν υποκρίνεσαι. Βγάζεις το απωθημένο σου. Την τσιγκουνιά που έχεις μέσα σου. Και λυτρώνεσαι» (Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ζω από περιέργεια: από τη Λαμπέτη στον Δαλαμάγκα, Καστανιώτης, σελ. 98 επ.).
Οι τέχνες είναι φάρμακο. Όταν επιδιδόμαστε σε κάτι που μας ευχαριστεί, εκκρίνονται ενδορφίνες, οι οποίες δρουν ως ασπίδα ενάντια στις (πολύ) καταστροφικές ορμόνες του στρες, την αδρεναλίνη και την κορτιζόλη. Ας κάνουμε λοιπόν πράξη την ιστορική ατάκα της Ντίνας Κώνστα ως Ντένης Μαρκορά στους Δύο Ξένους και ας εκδηλωθούμε – ει δυνατόν, προτού να φτάσει ο κόμπος στο χτένι.