Σε μια σκηνή στο τρίτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου της βρετανικής σειράς The Durrells (2016-2019), η οποία γυρίστηκε στην Κέρκυρα (και στο Λονδίνο) και, βασιζόμενη στην Κερκυραϊκή Τριλογία του Τζέραλντ Ντάρελ, παρουσιάζει τα τέσσερα χρόνια παραμονής της οικογένειας Ντάρελ στο νησί μετά τον θάνατο του πατέρα (1935-1939), η μητέρα Λουΐζα Ντάρελ ζητά από τον Νορβηγό Σβεν, που επίσης ζει στο νησί, να τη βοηθήσει με τις ελιές. Έτσι λοιπόν ο Σβεν την εισάγει στον κόσμο των ελαιόδιχτων. «It’s a very Greek solution. Just leave the nets, you wait, contemplate existence, then you occasionally collect, then you wait some more».
Για τις κερκυραϊκές ελιές, τις βενετσιάνικες, μου μίλησε πρόσφατα ένας καινούριος φίλος που έκανα φέτος στο νησί. Αυτό που έμαθα είναι ότι, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα τις μαδάνε, με αποτέλεσμα η διαδικασία του λιομαζώματος να ολοκληρώνεται πιο γρήγορα, στην Κέρκυρα απλώνουν δίχτυα –που τα ράβουν κιόλας– και περιμένουν τις ψιλές ελιές της βενετσιάνικης ποικιλίας να πέσουν από μόνες τους με τον αέρα και τη βροχή, από τον Νοέμβρη και μετά – «δυστυχώς», όπως τόνισε. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αρχίζουν να τις κλαδεύουν, για να πλησιάσουν τα πρότυπα της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων εξακολουθεί να καλύπτεται από τον πανύψηλο βενετσιάνικο ελαιώνα, ο οποίος φτάνει και ξεπερνά τα τριάντα μέτρα σε ύψος.
Στο μυαλό μου γυρνάει από τη μία το «contemplate existence» του Σβεν και από την άλλη το «δυστυχώς» του Κερκυραίου φίλου. Είναι τόσο κακό κάποια πράγματα να γίνονται με λίγο πιο αργούς ρυθμούς; Είναι τόσο κακό να περιμένουμε και λίγο; Η πικρή αλήθεια είναι πως έχουμε συνηθίσει να είμαστε συνεχώς τόσο απασχολημένοι, που ακόμα και ο ελεύθερός μας χρόνος –όσος υπάρχει, τέλος πάντων– φροντίζουμε να είναι γεμάτος με κάτι «παραγωγικό», και σε καμία περίπτωση δεν τον αφιερώνουμε σε χασομέρικες (τι ενδιαφέρουσα ετυμολογία!) δραστηριότητες. Για το να αναλογιστούμε μια στιγμή το ζήτημα της ύπαρξης, που επικαλείται και ο Σβεν, φυσικά δεν τίθεται καν λόγος.
Και στις διακοπές; Τι κάνουμε στις διακοπές; Σύμφωνοι, όπως το λέει και η λέξη, στις διακοπές (θα πρέπει να) συντελείται παύση όλων όσα συμβαίνουν όλον τον υπόλοιπο καιρό. Επειδή όμως όλον τον υπόλοιπο καιρό οι ρυθμοί είναι πολύ έντονοι και, συνήθως, η καθημερινότητα αρκετά αυστηρή, κατά τη διάρκεια των διακοπών πολύ συχνά δύο είναι τα τινά: ή που, μέχρι να πούμε ότι επιτέλους αρχίζουμε και χαλαρώνουμε, έχει φτάσει η μέρα να φύγουμε, ή που το πάμε στο εντελώς άλλο άκρο, και μάλιστα με λύσσα. Γιαούρτια με βρώμη, τορτίγιες με ψητό κοτόπουλο και Buddha bowls όλον τον χρόνο (πολλοί αστερίσκοι εδώ); Μπισκότα, πατατάκια, κορεσμένα λίπη, τηγανητά και τίγκα επεξεργασμένα κρεατικά στις διακοπές. Όσον αφορά μάλιστα την πρώτη περίπτωση, η λογική του «δεν ήρθα μέχρι εδώ, για να κοιμάμαι τη μισή μέρα» θέλει κι αυτή προσοχή, γιατί και το να χρειάζεσαι διακοπές μετά τις διακοπές δεν το λες και απολύτως φυσιολογικό. Μας κατατρώει συνεχώς –είμαστε δεν είμαστε σε διακοπές– το άγχος μην τυχόν και χάσουμε κάτι. Τρέχουμε να προλάβουμε να επισκεφθούμε (και το σημαντικότερο: να φωτογραφίσουμε – και το ακόμα σημαντικότερο: να μοιραστούμε) και τις σαράντα παραλίες του νησιού μέσα σε πέντε μέρες. Να δοκιμάσουμε όλες τις τοπικές συνταγές. Να δούμε όλα τα αξιοθέατα. Να περπατήσουμε σε όλα τα σοκάκια. Και σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο: να πάμε σε όσο περισσότερα νησιά μπορούμε. Να επισκεφθούμε όσο περισσότερες χώρες μπορούμε. Citius, Altius, Fortius!
Μέχρι πρόσφατα είχα κατεβασμένη στο κινητό μου την εφαρμογή been, στην οποία σημειώνεις τις χώρες που έχεις επισκεφθεί και σου εμφανίζεται στην οθόνη το ποσοστό των ηπείρων και του πλανήτη που έχεις καλύψει. Λες και, άμα έχεις πάει στη Ρώμη, την ξεχνάς την Ιταλία μετά, πρέπει να πας σε άλλη χώρα την επόμενη φορά που θα θελήσεις να ταξιδέψεις στο εξωτερικό, να αβγατίσεις τη λίστα σου. Θα χάσεις όμως τη Φλωρεντία; Την Μπολόνια; Τη Νάπολη; Τη Σικελία; Βέβαια, αυτός ο συλλογισμός δεν διαφέρει και πολύ με τα παραπάνω, εδώ που τα λέμε… Και, στην τελική, ποιον ανταγωνιζόμαστε; Στο κάτω κάτω, πάντα θα υπάρχει κάποιος που έχει επισκεφθεί περισσότερες χώρες. Αλλά το ανικανοποίητο μέσα μας δεν έχει να κάνει με αυτόν (που δεν τον ξέρουμε κιόλας), αλλά με εμάς τους ίδιους και με τους διπλανούς μας. Και όσο πιο διπλανός ο άλλος, τόσο μεγαλύτερος ο συνειδητός ή ασυνείδητος ανταγωνισμός (να βράσω τις αγνές και ανιδιοτελείς σχέσεις!).
Τώρα τελευταία πιάνω τον εαυτό μου να ζηλεύει και να θέλει να αρχίσει να μιμείται τους ανθρώπους που πηγαίνουν κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος, το πρωί κολυμπούν στην ίδια παραλία, το μεσημέρι τρώνε στην ίδια ταβέρνα, ύστερα αράζουν για ώρες σε μια αιώρα χωρίς κινητό, και το βράδυ τα πίνουν στο ίδιο μπαρ. Αυτούς που σπεύδουν να λιώσουν την καινούρια μπλούζα με την πρώτη ευκαιρία, χωρίς να τη φυλάνε για κάποια «ειδική περίσταση», γιατί ξέρουν ότι σε λίγους μήνες μπορεί και να την έχουν ήδη βαρεθεί. Αυτούς που θα φάνε τα πατατάκια, όταν τα πεθυμήσουν (μια στο τόσο βέβαια, ε;), γιατί ξέρουν ότι, αν δεν τα φάνε εκείνη τη στιγμή, ύστερα από λίγες μέρες θα φάνε τρεις σακούλες μαζί. Αυτούς που έχουν καταρρίψει τον μύθο του καλού βιβλίου (και γενικότερα του «καλού») και διαβάζουν ό,τι τους κάνει πραγματικά κέφι. Αυτούς που γελάνε κόντρα στις αναποδιές και τον πόνο. Αυτούς που δεν μετράνε χώρες, αλλά στιγμές. Είναι μήπως μονόχνοτοι και με κλειστούς ορίζοντες; Είναι επιπόλαιοι και ασυνείδητοι; Είναι ρηχοί και παραιτημένοι;
Θυμάμαι, ένα πρωινό είχα ακούσει μια ραδιοφωνική παραγωγό να σχολιάζει ότι, αν περιμένουμε τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές, για να ζήσουμε, κάτι κάνουμε πολύ λάθος στη ζωή μας. Επειδή όμως και η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι και δεν φέρνει και ιδιαίτερα στη Νεφελοκοκκυγία, αρκεί να προσπαθήσουμε για μια μέση λύση, κι ας μην είναι πάντα καλοκαίρι (ημερολογιακά μπορεί να μην είναι, ετυμολογικά όμως μπορεί). Άλλωστε, αν δεν υπήρχε και εναλλαγή εποχών, θα βαριόμασταν αφάνταστα. «Κάνε τον χειμώνα καλοκαίρι, κάνε το μπαλκόνι σου νησί» δεν λέει και το τραγούδι; Ένας περίπατος στη γειτονιά, μία συνάντηση με φίλους, ένα νόστιμο γεύμα μέσα στη μέρα, όλα αυτά είναι ενέσεις «καλοκαιριού», για να κρατάμε κάτι από το καλοκαίρι, σαν να ζούμε μικρά καλοκαίρια καθημερινά (αλλά προσοχή: όχι εμμονικά)! Και, στην τελική, ποιος είπε ότι διακοπές μπορούν να γίνουν αποκλειστικά εκτός σπιτιού; Και το άραγμα στον καναπέ, και η ταβανοθεραπεία, και η (trash, θα πουν πολλοί – σκασίλα μας!) σειρά των ’90s, όλα έχουν την αξία τους.
Μπορεί άραγε μια βενετσιάνικη ελιά να ευδοκιμήσει στο μικροκλίμα ενός μικρού διαμερίσματος στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης;