Κατάγεται από την Κέρκυρα, σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο και κινηματογραφική δημοσιογραφία στη Γλασκώβη, όμως τα τελευταία χρόνια ζει στην Εσθονία, όπου έχει ιδρύσει την εταιρεία παραγωγής animation Scheriaa Productions και εργάζεται ως Διευθυντής Προγράμματος Animation στο φεστιβάλ κινηματογράφου PÖFF Black Nights Film Festival. Ασχολείται με το animation και τον κινηματογράφο, μεταξύ άλλων, ως δημοσιογράφος και κριτικός (Zippy Frames, Film Is A Fine Affair), ως σκηνοθέτης (Homespital), ως σεναριογράφος (The Hotel, Mar[t]y) και ως ερευνητής (Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου, με υποτροφία από την ASIFA-Hollywood). Έχει αποτελέσει και αποτελεί μέλος της κριτικής επιτροπής σε μεγάλα φεστιβάλ animation και έχει επιμεληθεί τα προγράμματα σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ animation, ενώ υπήρξε και ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Be there! Corfu Animation Festival (2011-2017).
«Μίκυ Μάους», καρτούν, κινούμενα σχέδια... Στην Ελλάδα επικρατεί μία σύγχυση. Τι είναι, λοιπόν, το animation;
Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο ορισμό να δώσω, πέρα από το ότι πρόκειται για μία πλούσια εικαστικά μορφή κινούμενης εικόνας, η οποία πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το animation εξελίχθηκε μαζί με τον κινηματογράφο, όπως τον ξέρουμε σήμερα, ήδη από το 1895, μόνο που ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους σε Αμερική και Ευρώπη. Διαθέτει διαφορετική τεχνική παραγωγής (24-25 καρέ το δευτερόλεπτο) και διακρίνεται –όπως και το live-action– στο ανεξάρτητο animation σινεμά του δημιουργού, το λεγόμενο «καλλιτεχνικό» ή «arthouse» animation, και στο εμπορικό animation. Το τελευταίο αποτελεί και το 98% του animation που βλέπουμε και ξέρουμε από μικροί, αλλά και τον λόγο για τον οποίον συγχέεται το animation με την Ντίσνεϊ. Μία ακόμα σημαντική διάκριση που πρέπει να γίνει είναι αυτή μεταξύ του animator που κάνει την κούκλα ή το σχέδιο ή οτιδήποτε άλλο να κινείται μέσω κάποιας τεχνικής (π.χ. 3D computer animation, 2D computer animation, stop-motion, pixilation κ.λπ.) και του σκηνοθέτη animation, ο οποίος έχει τη σκηνοθετική σύλληψη και αναλαμβάνει τον συντονισμό και τη διεύθυνση όλου του παζλ, προκειμένου να στηθεί η ιστορία σκηνοθετικά (βλ. σενάριο, ήχος, μουσική κ.λπ.). Στον ανεξάρτητο κινηματογράφο animation αυτά τα δύο αρκετές φορές συμπλέουν, αλλά πρόκειται για διαφορετικές δουλειές.
Συνεπώς, το animation δεν αποτελεί υποκατηγορία του κινηματογράφου, αλλά διακριτό είδος.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι υποκατηγορία. Ίσως αυτή η αντίληψη έχει επικρατήσει λόγω των μεγάλων στούντιο (βλ. Ντίσνεϊ) που κάνουν πάντα ταινίες για παιδιά και με συγκεκριμένη φόρμουλα και τεχνική πλέον. Οπότε, για κάποιους, είναι εύκολο να θεωρηθεί γενικώς το animation ως μια κατηγορία, όπως ήταν τα γουέστερν ή τα μιούζικαλ στην Αμερική. Αλλά αν δει κανείς τον πλούτο των καλλιτεχνικών και αισθητικών μέσων που υπάρχουν στο animation, δεν μπορεί να μιλήσει για συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Όταν αναφερόμαστε στο animation, μιλάμε πάντα για «medium», για μέσο. Μερικοί, μάλιστα, δεν το θεωρούν καν κινηματογράφο. Για ’μένα είναι κινηματογράφος από τη στιγμή που προβάλλεται σε μία αίθουσα μία ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Είναι ένα μέσο, για να πεις μια ιστορία με τη δική σου αισθητική και αφήγηση, πειραματικά, αφηγηματικά, αφηγηματικά αλλά μη γραμμικά, υπό μορφή ντοκιμαντέρ –κι αυτό το τελευταίο είναι μεγάλη τάση τα τελευταία χρόνια («animation documentary»)– και ούτω καθεξής. Είναι ένα μέσο που σου δίνει τη δυνατότητα να βάλεις την ψυχή σου.
Τι έχει αλλάξει στον τρόπο εργασίας του σημερινού animator σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες;
Το ’60 και το ’70 υπήρχαν άνθρωποι με τρομερή εικαστική αίσθηση, με αποτέλεσμα όλα τα υπόλοιπα να προσαρμόζονται με άξονα τα εικαστικά, αλλά και πιο «μοναχικές» παραγωγές. Πλέον, όμως, βλέπουμε διαφορετικά μοντέλα, καλλιτέχνες που συνεργάζονται με πολλούς άλλους, μιας και το animation απαιτεί χρόνο και χρήμα. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει κάνει, άλλωστε, και τους θεατές πιο απαιτητικούς. Το μοντέλο του δημιουργού-μοναχικού καβαλάρη που έκανε τα πάντα και χρειαζόταν δέκα χρόνια, για να κάνει μια ταινία, ή που μπορούσε να λάβει χρηματοδότηση από μία και μοναδική κρατική πηγή που θα επαρκούσε για τον προϋπολογισμό του έχει εκλείψει, λόγω του τεράστιου ανταγωνισμού που υπάρχει πλέον και λόγω των πολύ περισσότερων ταλέντων και ταινιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι επιτυχημένοι οι καλλιτέχνες. Ενδεικτικά, μεγάλα φεστιβάλ animation, όπως του Ανσί και του Ζάγκρεμπ, δέχονται περίπου 2.000 ταινίες animation τον χρόνο. Υπάρχουν χρηματοδοτήσεις από κέντρα κινηματογράφου ή από τις ίδιες τις κινηματογραφικές σχολές/σχολές Καλών Τεχνών (στην περίπτωση των φοιτητικών ταινιών), αλλά, για να γίνουν καλές ταινίες, χρειάζονται συμπαραγωγές.
Σ’ εσάς πώς προέκυψε το animation; Ασχολείστε από διάφορα μετερίζια με αυτό...
Ξεκίνησα δημοσιογραφικά και ως κριτικός. Το arthouse animation το συνέδεα πάντα με το arthouse σινεμά και το θεωρούσα πολύ παραμελημένο, αλλά και πολύ ενδιαφέρον. Συνήθως αυτά που δεν ξέρεις σε ιντριγκάρουν περισσότερο από αυτά που ξέρεις. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε με το Zippy Frames. Η ενασχόληση με τα φεστιβάλ ξεκίνησε, επειδή υπήρχαν ωραία πράγματα που έβλεπα και μου έκανε εντύπωση που δεν ήταν γνωστά σε άλλους. Και μπορεί με το Zippy Frames να έβγαιναν στο εξωτερικό ως ειδησεογραφία, αλλά δεν έβγαιναν στην Ελλάδα ως προβολές, ως πρόγραμμα σινεμά. Έτσι ξεκινήσαμε με τους συνεργάτες μου το Be there! Corfu Animation Festival στην Κέρκυρα, για να τα γνωρίσουμε στο ελληνικό κοινό, μιας και η δημοσιογραφική κριτική δεν γίνεται δια ζώσης και επιπλέον και στα σινεμά δεν προβάλλονται τέτοιες ταινίες. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλα φεστιβάλ, αλλά στην Κέρκυρα δεν υπήρχε. Τα ερευνητικό κομμάτι, τέλος, είναι το πιο εύκολο, γιατί πάντα μου αρέσει να μαθαίνω, οπότε δεν το πολυσκέφτηκα. Είναι ένα προσωπικό στοίχημα.
Έχετε σπουδάσει και φιλοσοφία. Σας επηρεάζει αυτό ως δημιουργό και ως κριτικό; Αναζητάτε «κρυμμένα» μηνύματα και συνδέσεις;
Η φιλοσοφία σε βοηθά μόνο στο κομμάτι της έρευνας, γιατί σε βάζει σε διαδικασία αναζήτησης, σου οργανώνει τη σκέψη και σου δίνει έναν τρόπο εργασίας. Αυτή την «αναζήτηση», όμως, προσπαθώ να την αποφεύγω, γιατί μπορεί να οδηγηθώ σε λανθασμένες ερμηνείες και να εντοπίζω «κρυμμένα» φιλοσοφικά νοήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Στην κριτική θέλω πρώτα να εσωτερικεύω το έργο και να προσπαθώ να καταλάβω με ποιον τρόπο οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν το animation και ύστερα να θέτω τα κριτήριά μου, όχι εκ των προτέρων, για να μην οδηγούμαι σε εξόφθαλμες ερμηνείες που θα αδικούν τα έργα. Επειδή το animation είναι αρκετά ελλειπτικό στην αφήγηση, μπορώ να καταλάβω ίσως πιο πολύ τους χαμένους κρίκους. Γενικά, πάντως, προσπαθώ αυτό που θα νιώσω να το εξηγήσω σ’ εμένα. Αν το εξηγήσω σ’ εμένα, μετά προσπαθώ να το εξηγήσω και στους άλλους.
Θεωρείτε ότι υπάρχει πιθανότητα πολλοί δημιουργοί να επιλέγουν ίσως ασυνείδητα αυτό το μέσο, σε μια προσπάθεια να εκφράσουν μια νοσταλγία και μια διάθεση «επιστροφής» στις αφηγήσεις και τις εικόνες των παιδικών τους χρόνων, ακόμα και αν οι ταινίες που δημιουργούν απευθύνονται σε ενήλικες και ενδεχομένως είναι και πολύ σκληρές;
Σίγουρα, το animation, σε αντίθεση με το live-action, σου δίνει τη δυνατότητα να φτιάξεις έναν δικό σου κόσμο από το μηδέν. Εκεί ίσως βρίσκω την έννοια του παιδιού. Φτιάχνω τις ζωγραφιές μου και δεν με νοιάζει αν το σπίτι δεν έχει παράθυρα. Η δασκάλα που έρχεται και λέει «γιατί, Κωστάκη, δεν έχεις παράθυρα;» είναι σαν το live-action. Το παιδάκι είναι σαν το animation. Από την πλευρά του θεατή, προφανώς και υπάρχει μια κρυμμένη νοσταλγία και ένας κρυμμένος φανταστικός κόσμος όπως ήταν οι ταινίες της Ντίσνεϊ ή τα άνιμε του Μιγιαζάκι, αλλά δεν πας να δεις animation για τη νοσταλγία, όπως δεν πας να δεις και Μπουνιουέλ για τη νοσταλγία.
Στην εταιρεία παραγωγής που έχετε ιδρύσει δώσατε το όνομα που έδωσε και ο Όμηρος στην Κέρκυρα: Σχερία. Γιατί επιλέξατε την Εσθονία, όμως;
Οι λόγοι είναι κυρίως πολιτιστικοί-επαγγελματικοί. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ λίγες δυνατότητες. Με το να έφευγα από την Κέρκυρα και να πήγαινα στην Αθήνα δεν θα άλλαζε κάτι. Η Εσθονία είναι μια φιλική χώρα με καλύτερες ευκαιρίες και φιλική σε επενδύσεις. Επιπλέον, έχει μεγάλη παράδοση στο animation. Από ένα σημείο και μετά, πρέπει να αποφασίζει κανείς σε ποια χώρα θέλει να ζει, πού αισθάνεται καλύτερα, τι θέλει να καταφέρει και ποιες ευκαιρίες του εμφανίζονται σε σχέση με αυτό. Αν ήμουν στην Κέρκυρα, μπορεί να είχα κάνει 50-70% λιγότερα από αυτά που έχω κάνει, γιατί θα έπρεπε να αντιμετωπίσω ένα εχθρικό απέναντι στη δημιουργία περιβάλλον. Την αγαπάμε την Ελλάδα, την αγαπάμε την Κέρκυρα, αλλά, αν δεν μπορείς να δημιουργήσεις, πνίγεσαι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάμε τον τόπο μας, απλώς παίρνουμε τις αποφάσεις μας.
Πόσο σημαντικό είναι το κομμάτι της εκπαίδευσης στον χώρο του animation; Αρκεί το ταλέντο;
Ίσως πριν από 30-40 χρόνια να ήταν αρκετό, αλλά από τη στιγμή που υπάρχει πλέον η δυνατότητα, το θεωρώ ανόητο το να μην το σπουδάσει κανείς. Γίνεται πολύ καλή δουλειά και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Στο πανεπιστήμιο αποκτάς έναν προσανατολισμό και έρχεσαι σε επαφή με έναν τεράστιο πλούτο πληροφοριών που διαφορετικά δεν θα γνώριζες. Διδάσκεσαι μαθήματα όπως ιστορία της τέχνης, συγγραφή και σενάριο, που ενδεχομένως είναι διαφορετικά από αυτά που περίμενες, αλλά αργότερα θα δεις ότι είναι και πιο σημαντικά από το animation αυτό καθαυτό, που ούτως ή άλλως θα το μάθεις. Αν θες να γίνεις σκηνοθέτης, πώς θα μάθεις; Μόνο μέσω του YouTube; Μπορείς να το κάνεις, αλλά στο πανεπιστήμιο σου έρχεται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών και γλιτώνεις πολύ χρόνο. Δεν είναι δικαιολογία το ταλέντο. Αναγνωρίζω ότι είμαι προκατειλημμένος υπέρ των πανεπιστημίων, αλλά σπάνια ως κριτικός ή στο φεστιβάλ θα δω αξιόλογες δουλειές από ανθρώπους που δεν έχουν σπουδάσει ποτέ τίποτα.
Πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης γενικότερα και ο animator ειδικότερα πρέπει να επιτελεί και κοινωνικό έργο ή αρκεί να αφοσιώνεται στην τέχνη του;
Πριν από περίπου έναν χρόνο η σχεδόν ακροδεξιά Κυβέρνηση της Πολωνίας τάχθηκε κατά των αμβλώσεων και μια ομάδα σκηνοθετριών έφτιαξε μια οκτάλεπτη ταινία διαμαρτυρίας («#polish_women_resistance»). Δεν μπορείς, όμως, να επιβάλλεις στον κάθε σκηνοθέτη να κάνει κάτι τέτοιο, γατί δεν γνωρίζεις από πού θα μπορέσει να βρει τα κονδύλια, για να το κάνει. Πολλές φορές, σε τέτοιες χώρες –και δεν το λέω υποτιμητικά, αν και δεν ξέρω τι γίνεται και στην Ελλάδα, παρόλο που ελπίζω ότι είμαστε πιο ανεκτικοί– τα κέντρα κινηματογράφου (βλ. Ουγγαρία, για παράδειγμα) έχουν πει σε σκηνοθέτες που γνωρίζω και που μου τα έχουν πει και δημόσια στο Zippy Frames κατά λέξη το εξής: «θέματα γυναικεία ή LGBTQ δεν τα αγγίζουμε, δεν τα προκρίνουμε, δεν τα χρηματοδοτούμε». Οπότε, και να θέλει να ασχοληθεί κάποιος με κοινωνικά θέματα τέτοιου είδους, δεν μπορεί, γιατί οι χρηματοδοτήσεις είναι κυρίως κρατικές. Και αναφέρομαι σε σκηνοθέτριες που διαγωνίζονται και κερδίζουν βραβεία στο φεστιβάλ Βερολίνου, λόγου χάρη. Να είναι ο καλλιτέχνης κοντά στην κοινωνία, αλλά θα μπορεί να βρει χρηματοδότηση; Πρέπει να περάσει από τις αντίστοιχες θύρες και από τους αντίστοιχους θυροφύλακες. Αν τα γνωρίζεις, επομένως, αυτά, καταλαβαίνεις και γιατί όσες ταινίες animation βλέπουμε (κυρίως στα φεστιβάλ), και με όποιον τρόπο επιλέξουν να θίξουν θέματα, είναι πολύ γενναίες ταινίες.
Υπάρχει περίπτωση να επιστρέψει το Be there! Corfu Animation Festival; Ήταν ένας θεσμός…
Ένα διεθνές φεστιβάλ και ένας διεθνής πολιτιστικός οργανισμός, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να επιβιώσουν με χορηγίες ή με τα εισιτήρια αποκλειστικά, χρειάζονται στήριξη πρωτίστως από την τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού και δευτερευόντως από το Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκό φεστιβάλ animation που να στηρίζεται σε άλλου τύπου πόρους. Γι’ αυτό και στις ΗΠΑ, που δεν υπάρχουν κρατικά κονδύλια για πολιτιστικές εκδηλώσεις, δεν υπάρχουν αρκετά ανεξάρτητα φεστιβάλ animation ή, όταν υπάρχουν, υπάρχουν με όρους που στην Ευρώπη ίσχυαν προ τριακονταετίας. Στην Κέρκυρα δεν ξέρω τι συμβαίνει και γιατί οι θεσμικοί φορείς, που βέβαια εμείς τους εκλέξαμε, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ, επομένως κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Το φεστιβάλ είχε κόσμο, λαμβάνοντας υπόψη το δύσκολο (και κυρίως άγνωστο) περιεχόμενό του, και περηφανευόμαστε για το ότι ήταν πολύ καλό ποιοτικά και ως προς το πρόγραμμά του, αλλά, στην ουσία, δεν υπήρξε θεσμικό ενδιαφέρον – συνεπές και μακροχρόνιο. Δεν έχω νέα πρόταση, αν και αυτή τη στιγμή υπάρχει το φεστιβάλ ICONA του Ιόνιου Πανεπιστημίου. Πάντως, για οποιαδήποτε αντίστοιχη διοργάνωση είτε στο animation είτε στον κινηματογράφο γενικότερα, θα μπορούσε μια νέα οργανωτική ομάδα να μιλήσει με την Περιφέρεια και τον Δήμο, προκειμένου να αποφασίσουν να παράσχουν ουσιαστική στήριξη στην αντίστοιχη πρωτοβουλία, και όχι χαζομάρες. Γιατί κάποια στιγμή στην Κέρκυρα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν κάνεις πολιτισμό με χαζομάρες.
Φαίνεται ότι θυσιάζονται πολλά στον βωμό του τουρισμού...
Οι δημοτικές και οι περιφερειακές αρχές, αλλά και όλοι οι αρμόδιοι, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορείς να ξεχειλώνεις ένα πουλόβερ από εκατό μεριές. Από τη μία έχεις ένα τουριστικό θέρετρο –και η Κέρκυρα είναι πολύ μεγάλη, για να είναι ολόκληρη ένα τουριστικό θέρετρο– και από την άλλη έχεις μία αστική (urban) παράδοση, την οποία και πρέπει να υπερασπιστείς. Θα το πω με κινηματογραφικούς όρους: ακόμα και τα Όσκαρ δεν βραβεύουν πάντα τις πιο εμπορικές ταινίες, αλλά γι’ αυτό ακριβώς έχουν την αναγνωρισιμότητα που έχουν. Όπως ο κινηματογράφος δεν μπορεί να προχωρήσει μόνο με τους υπερ-εμπορικούς Transformers, έτσι και η Κέρκυρα δεν μπορεί να προχωρήσει με αυτό το ξεχείλωμα. Είναι σαν να έχεις ένα νησί από Transformers. Είναι κρίμα να υπάρχουν ικανοί άνθρωποι στον χώρο του πολιτισμού που χάνονται και δεν μπορούν να αναδειχθούν πλέον. Τους ξέρουμε, μας ξέρουν, αλλά μέχρι εκεί. Οι τοπικοί άρχοντες, επομένως, θα πρέπει να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο όραμα. Δεν γίνεται, δηλαδή, από τη μία πλευρά το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. να προωθεί τον πολιτισμό μέσω προγραμμάτων όπως το Interreg και από την άλλη ο Δήμος να βγάζει τα Χριστούγεννα το κιτσαριό στην Πλατεία Δημαρχείου. Δεν γίνεται να τα έχεις και τα δύο. Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσεις τι θέλεις.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Έχω δύο σενάρια που θέλω να κάνω ταινίες, εκ των οποίον το ένα, το Mar[t]y, το δουλεύουμε ως πρότζεκτ μαζί με μία συνεργάτριά μου. Το Homespital ταξιδεύει. Έχει πάει σε τέσσερα φεστιβάλ μέχρι στιγμής, έχει πάρει τον δρόμο του. Είναι μια ταινία εβδομήντα δευτερολέπτων που φτιάχτηκε με μηδενικό μπάτζετ. Τα έκανα όλα μόνος μου, αλλά επειδή ήταν η πρώτη μου ταινία, ήθελα και με συμβούλεψαν να τα κάνω όλα μόνος μου.
Κλείνοντας, τι θα θέλατε να πείτε σε κάθε θεατή animation και τι σε κάθε νέο δημιουργό;
Οι θεατές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτά τα πέντε λεπτά που θα δουν κρύβουν από πίσω τους απίστευτο κόπο, απίστευτη δουλειά και απίστευτη στοχοπροσήλωση. Επομένως, θα πρέπει να κοιτάνε την οθόνη τους και όχι το κινητό τους. Στους νέους δημιουργούς θα έλεγα ό,τι θα έλεγα και σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες: ότι δεν είναι οι μόνοι. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι παρηγορητικό αυτό, αλλά για όσους προσανατολίζονται προς το ανεξάρτητο animation, οι δυσκολίες είναι μέρος της προσπάθειας και τις παντρεύεσαι με το που επιλέξεις να ασχοληθείς με αυτό. Το ίδιο ισχύει και με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο, μόνο που στο animation μπορεί να παιδεύεσαι αρκετά χρόνια για ένα animation πέντε λεπτών – γι’ αυτό, ακόμα και κάποια «τέρατα» του animation μπορεί να έχουν κάνει εφτά-οχτώ ταινίες και να είναι στα 65 τους τώρα. Είναι, λοιπόν, κομμάτι της δουλειάς, και όσο πιο πολύ το δέχεσαι ως τέτοιο και προσπαθείς να το αντιμετωπίσεις, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις αν όντως το θες και σου αρέσει. Είναι κι αυτό ένα τεστ. Διαφορετικά, ας κάνεις κάτι άλλο.
Συνέντευξη: Αγλαΐα Παντελάκη